-
1 δαίαις
δᾱΐαις, δάιοςhostile: fem dat pl -
2 βωλάκιος
1 sodded, clodded ἀνὰ βωλακίας δ' ὀρόγυιαν σχίζε νῶτον γᾶς (ἀναβωλακίας, -ίαις codd.) P. 4.228 -
3 δαιμόνιος
a given by heaven “ δέξατο βώλακα δαιμονίαν” P. 4.37κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς N. 1.9
ἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες θεῶν inspired by heaven N. 9.27 ἔκλαγξέ θἱερ[ ]δαιμόνιον κέαρ ὀλοαῖσι στοναχαῖς ?of Kassandra Πα. 8A. 11. ] εκράνθην ὑπὸ δαιμονίῳ τινί ( δείματι e. g. supp. Wil.) Pae. 9.34 with adv. force, ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδἔχων Σωστράτου υἱός by divine grace O. 6.8b generally, of places, divine τεθμὸς δέ τις ἀθανάτων καὶ τάνδ' ἁλιερκέα χώραν (= Αἴγιναν)παντοδαποῖσιν ὑπέστασε ξένοις κίονα δαιμονίαν O. 8.27
ὦ Συράκοσαι, δαιμόνιαι τροφοί P. 2.2
κλειναὶ Ἀθᾶναι, δαιμόνιον πτολίεθρον fr. 76. 2.c δαιμονίᾳ, by divine grace ὤρυσαι θαρσέων, τόνδ' ἀνέρα δαιμονίᾳ γεγάμεν εὔχειρα (θείᾳ μοίρᾳ. Σ.) O. 9.110 -
4 εὐδία
1 good weather, met., tranquillity pl., days of calmὁ νικῶν δὲ ἔχει μελιτόεσσαν εὐδίαν O. 1.98
Κάστορος, εὐδίαν ὃς μετὰ χειμέριον ὄμβρον τεὰν καταιθύσσει μάκαιραν ἑστίαν P. 5.10
ἀλλὰ νῦν μοι Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος I. 7.38
τὸ δ' εὐβουλίᾳ τε καὶ αἰδοῖ ἐγκείμενον αἰεἰ θάλλει μαλακαῖς ε[ὐ]δίαι[ς Pae. 2.52
τὸ κοινόν τις ἀστῶν ἐν εὐδίᾳ τιθεὶς fr. 109. 1. -
5 καρδία
1 heartἐνέπεξαν ἕλκος ὀδυναρὸν ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ P. 2.91
fig., of the feelings:καρδίᾳ γελανεῖ ἀκαμαντόποδός τ' ἀπήνας δέκευ Ψαύμιός τε δῶρα O. 5.2
πολλὰ δ' ἐν καρδίαις ἀνδρῶν ἔβαλον ὧραι πολυάνθεμοι ἀρχαῖα σοφίσμαθ O. 13.16
βιατὰς Ἄρης ἰαίνει καρδίαν κώματ P. 1.11
ἔστασαν ὀρθὰν καρδίαν P. 3.96
ὁπόταν τις ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ P. 8.9
θρασείᾳ δὲ πνέων καρδίᾳ μόλεν P. 10.44
οὐδ' ἀμόχθῳ καρδίᾳ προσφέρων τόλμαν παραιτεῖται χάριν N. 10.30
τις ταρβεῖ προσιόντα νιν καρδίᾳ περισσῶς fr. 110. ἢ σιδάρου κεχάλκευται μέλαιναν καρδίαν ψυχρᾷ φλογί fr. 123. 5. γλυκεῖά οἱ καρδίαν ἀτάλλοισα γηροτρόφος συναορεῖ Ἐλπίς fr. 214. 1. πάρος μέλαιναν καρδίαν ἐστυφέλιξεν (sc. θεός) fr. 225. -
6 μυρίος
μῡρίος (-ίον, -ίων, -ίοις; -ία, -ίαις.)1 immeasurableμυριᾶν δ' ἀρετᾶν ἀτελεῖ νόῳ γεύεται N. 3.42
φλέγεται δ' ἀρεταῖς μυρίαις ἔργων θρασέων ἕνεκεν N. 10.3
ἀλλὰ χαλκὸν μυρίον οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν. μακροτέρας γὰρ ἀριθμῆσαι σχολᾶς N. 10.45
ἔστι μοι θεῶν ἕκατι μυρία παντᾷ κέλευθος I. 4.1
κλέονται ἔν τε φορμίγγεσσιν ἐν αὐλῶν τε παμφώνοις ὁμοκλαῖς μυρίον χρόνον I. 5.28
μυρίαι δ' ἔργων καλῶν τέτμανθ ἑκατόμπεδοι ἐν σχερῷ κέλευθοι (sc. τῶν ἐγκωμίων) I. 6.22ἢ ὅτε καρτερᾶς Ἄδραστον ἐξ ἀλαλᾶς ἄμπεμψας ὀρφανὸν μυρίων ἑτάρων ἐς Ἄργος ἵππιον I. 7.11
ἀμφιπόλοις δὲ [μ]υρ[ιᾶν] περὶ τιμᾶν δηριαζόμενον κτάνεν ( μυρίαν Σ, N. 7: κυριᾶν Housman: μοιριᾶν Boeckh: Πυθιᾶν Zenodotos)Πα.. 11. μυρίᾶ[ Pae. 6.175
ἀλκάεσσά τε Παλλάδος αἰγὶς μυρίων φθογγάζεται κλαγγαῖς δρακόντων Δ. 2. 1. ]μυρίων ε[ Παρθ. 2.. Πηλέος ἀντιθέου μόχθοις νεότας ἐπέλαμψεν μυρίοις fr. 172. 3. -
7 ξένιος
ξένιος, ξείνιος (ξενίου; -ίαν, -ιον acc.: ξεινίου; -ίαν, -ίαις; -ια acc.)aφίλοισι γὰρ φίλος ἐλθὼν ξένιον ἄστυ κατέδρακεν N. 4.23
οὐδέ ποτε ξενίαν οὖρος ἐμπνεύσαις ὑπέστειλ' ἱστίον ἀμφὶ τράπεζαν I. 2.39
transf., πλείσταισι βροτῶν ξεινίαις αὐτοὺς (= τοὺς Διοσκούρους)ἐποίχονται τραπέζαις O. 3.40
II epith. of Zeus, as guardian of the rights of guests.Σώτειρα Διὸς ξενίου πάρεδρος Θέμις O. 8.21
ξεινίου πατρὸς χόλον δείσαις N. 5.33
καὶ ξενίου Διὸς ἀσκεῖται θέμις N. 11.8
b of, with a stranger καὶ τότε γνοὺς Ἴσχυος Εἰλατίδα ξεινίαν κοίταν ἄθεμίν τε δόλον (cf. ἐλθόντος γὰρ εὐνάσθη ξένου v. 25) P. 3.32c n. pro subs., gift of hospitality (from host to guest or vice versa.) “ ἂν δ' εὐθὺς ἁρπάξαις ἀρούρας δεξιτερᾷ προτυχὸν ξένιον μάστευε δοῦναι” P. 4.35 pl., “ θεῷ γαῖαν διδόντι ξείνια” P. 4.22 αὐτοὺς Ἰάσων δέγμενος ξείνἰ ἁρμόζοντα τεύχων i. e. gifts from guests who had come to his home P. 4.129 -
8 ξείνιος
ξένιος, ξείνιος (ξενίου; -ίαν, -ιον acc.: ξεινίου; -ίαν, -ίαις; -ια acc.)aφίλοισι γὰρ φίλος ἐλθὼν ξένιον ἄστυ κατέδρακεν N. 4.23
οὐδέ ποτε ξενίαν οὖρος ἐμπνεύσαις ὑπέστειλ' ἱστίον ἀμφὶ τράπεζαν I. 2.39
transf., πλείσταισι βροτῶν ξεινίαις αὐτοὺς (= τοὺς Διοσκούρους)ἐποίχονται τραπέζαις O. 3.40
II epith. of Zeus, as guardian of the rights of guests.Σώτειρα Διὸς ξενίου πάρεδρος Θέμις O. 8.21
ξεινίου πατρὸς χόλον δείσαις N. 5.33
καὶ ξενίου Διὸς ἀσκεῖται θέμις N. 11.8
b of, with a stranger καὶ τότε γνοὺς Ἴσχυος Εἰλατίδα ξεινίαν κοίταν ἄθεμίν τε δόλον (cf. ἐλθόντος γὰρ εὐνάσθη ξένου v. 25) P. 3.32c n. pro subs., gift of hospitality (from host to guest or vice versa.) “ ἂν δ' εὐθὺς ἁρπάξαις ἀρούρας δεξιτερᾷ προτυχὸν ξένιον μάστευε δοῦναι” P. 4.35 pl., “ θεῷ γαῖαν διδόντι ξείνια” P. 4.22 αὐτοὺς Ἰάσων δέγμενος ξείνἰ ἁρμόζοντα τεύχων i. e. gifts from guests who had come to his home P. 4.129 -
9 πατρώιος
(-ίῳ, -ιον; -ίαν, -ιαι, -ίαις; -ίων, -ί(α): -ῴας, -ῴαν, -ῴαις.)1 of one's fathers, ancestral Μοῖῤ, ἅ τε πατρώιον τῶνδ' ἔχει τὸν εὔφρονα πότμον (πατρωιαν Π.) O. 2.35 διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι πατρωίαν (byz.: - ωαν codd.) O. 7.75 ἀέθλων πατρωίων (byz.: - ώων codd.) P. 4.220πατρῴας ἀπὸ γᾶς P. 4.290
πατρωίαν πόλιν (byz.: - ώαν codd.) P. 5.53πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα P. 6.45
βουσὶν πατρῴαις P. 9.23
ἐν δ' ἀγαθοῖσι κεῖται πατρώιαι κεδναὶ πολίων κυβερνάσιες (byz.: πατρῶαι codd.) P. 10.72Θρασυδᾷος ἔμνασεν ἑστίαν τρίτον ἔπι στέφανον πατρῴαν βαλών P. 11.14
ἀτὰρ Αἴας Σαλαμῖν' ἔχει πατρῴαν N. 4.48
[ πατρώων (contra metr. codd.: πατρίων Er. Schmid) N. 9.14] στάθεν τύμβῳ σχεδὸν πατρωίῳ (Er. Schmid: - ῴῳ codd.) N. 10.66τὰν Ἀσωποδώρου πατρὸς αἶσαν Ἐρχομενοῖό τε πατρῴαν ἄρουραν I. 1.35
μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν i. e. of his father Xenokrates I. 2.44 πατρωίαις ἐν ἀρούραις i. e. of his father Achilles Πα.. 1. [πατρωίαν (contra metr. papyri: πατρίαν Snell) Πα.. 1.] πατ]ρῴαν Ἑκαερ[γ (supp. Snell: ]ρωιαν Π̆{S}: ]ρωιον Π.) Πα. 7B. 35. πατρῶἰ ἐπεὶ[ Θρ. 4. 12. -
10 πατρῷος
(-ίῳ, -ιον; -ίαν, -ιαι, -ίαις; -ίων, -ί(α): -ῴας, -ῴαν, -ῴαις.)1 of one's fathers, ancestral Μοῖῤ, ἅ τε πατρώιον τῶνδ' ἔχει τὸν εὔφρονα πότμον (πατρωιαν Π.) O. 2.35 διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι πατρωίαν (byz.: - ωαν codd.) O. 7.75 ἀέθλων πατρωίων (byz.: - ώων codd.) P. 4.220πατρῴας ἀπὸ γᾶς P. 4.290
πατρωίαν πόλιν (byz.: - ώαν codd.) P. 5.53πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα P. 6.45
βουσὶν πατρῴαις P. 9.23
ἐν δ' ἀγαθοῖσι κεῖται πατρώιαι κεδναὶ πολίων κυβερνάσιες (byz.: πατρῶαι codd.) P. 10.72Θρασυδᾷος ἔμνασεν ἑστίαν τρίτον ἔπι στέφανον πατρῴαν βαλών P. 11.14
ἀτὰρ Αἴας Σαλαμῖν' ἔχει πατρῴαν N. 4.48
[ πατρώων (contra metr. codd.: πατρίων Er. Schmid) N. 9.14] στάθεν τύμβῳ σχεδὸν πατρωίῳ (Er. Schmid: - ῴῳ codd.) N. 10.66τὰν Ἀσωποδώρου πατρὸς αἶσαν Ἐρχομενοῖό τε πατρῴαν ἄρουραν I. 1.35
μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν i. e. of his father Xenokrates I. 2.44 πατρωίαις ἐν ἀρούραις i. e. of his father Achilles Πα.. 1. [πατρωίαν (contra metr. papyri: πατρίαν Snell) Πα.. 1.] πατ]ρῴαν Ἑκαερ[γ (supp. Snell: ]ρωιαν Π̆{S}: ]ρωιον Π.) Πα. 7B. 35. πατρῶἰ ἐπεὶ[ Θρ. 4. 12. -
11 στρατιά
a army, expedition “ ποθέω στρατιᾶς ὀφθαλμὸν ἐμᾶς” O. 6.16ὃς καὶ Ἰαολκὸν εἷλε μόνος ἄνευ στρατιᾶς N. 3.34
Ἀμύκλαθεν γὰρ ἔβα σὺν Ὀρέστᾳ, Αἰολέων στρατιὰν χαλκεντέα δεῦρ' ἀνάγων N. 11.35
b host, assemblyΠυθοῖ τε γυμνὸν ἐπὶ στάδιον καταβάντες ἤλεγξαν Ἑλλανίδα στρατιὰν ὠκύτατι P. 11.50
c frag. ] ᾳμᾳ καὶ στρατιά (Π̆{pc}: -ιαῖς Π̆{ac}) Δ. 3. 11. -
12 κυνήγιον
2 beast-hunt in the Amphitheatre, = Lat. venatio, CIG 3847b8 ([place name] Nacolea), OGI533.7 ([place name] Ancyra).3 in pl., game-preserves, D.S.2.8, Philostr.VA2.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυνήγιον
-
13 κωδύα
κωδύα, ἡ,A head, i.e. capsule, of the poppy, Thphr.HP9.12.4, Damocr. ap. Gal.13.40, Dsc.4.63 (v.l. - ίαις), 64, Sor.1.120 ( τῇ διακωδίων cod.), Ruf.Ren.Ves.1.15; imitated as an ornament of ἧλοι, IG 22.1457.14, 1544.38, al.; head, i.e. fruit, of the Nile water-lily, Nymphaea stellata, Thphr.HP4.8.10; of the Egyptian bean, Nelumbium speciosum, ib.7. [ κωδύᾱ acc. to Hdn.Gr.1.302, and so in Damocr. l.c., but κώδυα in Ar.Fr. 117 ap.Harp.Epit., Phot., cf. sq.] -
14 σατραπεία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σατραπεία
-
15 σθένος
A strength, might, esp. bodily strength, freq. in Il., less freq. in Od.;κάρτεΐ τε σθένεΐ τε Il.17.329
; ἀλκῆς καὶ σθένεος ib. 499; ; ποδῶν χειρῶν τε ς. Pi.N.10.48; opp. φρήν, ib.1.26; : c.inf., ἐν δὲ σ. ὦρσεν ἑκάστῳ.. πολεμίζειν strength to war, Il.2.451;σ. ποιεῖν εὖ φερέγγυον A.Eu.87
;σ. ὥστε καθελεῖν E.Supp.66
(lyr.): less freq. of the force of things, as of a stream, Il.17.751;σ. ἀελίου Pi.P.4.144
; [ἄρουραι] σθένος ἔμαρψαν Id.N.6.11
: σθένει by force, S.OC 842 (lyr.), E.Ba. 953; λόγῳ τε καὶ σθένει both by right and might, S. OC68;ὑπὸ σθένους E.Ba. 1127
; παντὶ σθένει with all one's might, freq. in treaties, SIG122.6, al., Foed. ap. Th.5.23, Pl.Lg. 646a—the only phrase in which early prose writers use the word (cf. infr. 111); found in LXX, Jb.4.10, al.2 later, generally, strength, might, power, moral as well as physical, ;τῆς ἀληθείας S.OT 369
; ἀγγέλων ς. their might or authority, A.Ch. 849: c. gen. obj., ἀγωνίας ς. strength for conflict, Pi.P.5.113 (s.v.l., - ίαις Bgk.); εἰ σ. λάβοιμι if I should gain strength enough, S.El. 333, cf. 348, etc.II a force of men, Il.18.274; ἐπελθὼν οὐκ ἐλάσσονι ς. S.Aj. 438: but in both places sense 1.1 is more prob.2 metaph., quantity, profusion,σ. πλούτου Pi.I.3.2
; ὕδατος, νιφετοῦ, Id.O.9.51, Fr.107.11. -
16 ψευδομαρτυρία
ψευδομαρτῠρ-ία, ἡ,A false witness, D.41.16 codd.;ψευδομαρτυρίαν καταγνῶναί τινος Is.12.6
codd.:ἐν ψευδομαρτυρίαις D.57.53
codd.: but mostly in gen. pl.,ψευδομαρτυριῶν διάκρισις Pl. Lg. 937b
;- ιῶν δίκη Is.3.6
; ; - ιῶν ἑλεῖν τινα to convict, and ἁλῶναι to be convicted, of perjury, Is.5.15, And. 1.7, Lys.10.25, Aeschin.1.85;ὀφλεῖν And.1.74
; - ιῶν ἐπισκήψασθαί τινι make allegation of perjury against one, D.29.7; etc. (This form is perh. always corrupt in codd. of classical authors; - ίων (gen. pl. neut., cf. sq.) shd. prob. be read for -ιῶν, and may be restored for - ίαν in D.41.16, Is.12.6; so - ίοις for - ίαις in D.57.53: των ψευδομαρτυριων is unaccented in Pap. of Hyp.Phil.12: ψευδομαρτυρια[ν is an uncertain restoration in IG5(2).357.3 (Stymphalus, iii B.C.); but the fem. form existed later, Ev.Matt.15.19, 26.59.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψευδομαρτυρία
-
17 ὁμωνυμία
ὁμωνῠμ-ία, ἡ,A a having the same name, verbal identity, Epicur.Nat. 2.9, AP6.100 (Crin.), Plu.2.427e: pl., Str.13.1.21.II fraudulent use of an identity of name, POxy.257.44 (i A.D.), 1266.36 (i A.D.).III of words, equivocal sense, ambiguity,παρὰ τὴν ὁ. Arist. SE 165b30
; equivocally,Id.
AP0.85b11 : pl.,ταῖς-ίαις πλανῶνται Phld.Sign.36
.2 an equivocal word, τῶν ὀνομάτων τῷ μὲν σοφιστῇ ὁμωνυμίαι χρήσιμοι.., τῷ ποιητῇ δὲ συνωνυμίαι (q.v.) Arist. Rh. 1404b38.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμωνυμία
См. также в других словарях:
Papyrus 18 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 18 … Deutsch Wikipedia
Papyrus 5 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 5 Name P. Oxy. 208 Text Johannes 1; 16; 20 † Sprache … Deutsch Wikipedia
καταυχένιος — ια, ιο (Α καταυχένιος, ον, θηλ. και ενία) αυτός που εκτείνεται πάνω στον αυχένα ή καταφέρεται κατά τού αυχένα (α. «καταυχενίους λυσαμένη πλοκάμους», Ανθ.Παλ. β. «καταυχενίοις [ή ίαις] πληγαῑς», Μ. ΑΘαν.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το καταυχένιο… … Dictionary of Greek
δαίαις — δᾱΐαις , δάιος hostile fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)