Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ήσυχος

  • 41 сон

    сна α.
    1. ύπνος•

    пробудиться ото сна ξυπνώ από τον ύπνο•

    спокойный сон ήσυχος (ήρεμος) ύπνος•

    неспокойный сон το κακουπνι•

    меня клонит ко сну μού ρχεται νύστα•

    крпкий сон βαθύς ύπνος•

    я сон потерял μού φύγε ο ύπνος (ξαγρύπνησα)•

    погрузиться в сон βυθίζομαι στον ύπνο•

    со сна ничего я не расслышал δεν άκουσα τίποτε, γιατί κοιμήθηκα•

    сон видишь во сне βλέπω στον ύπνο (ονειρεύομαι)•

    отойти ко сну πηγαίνω για ύπνο (να κοιμηθώ).

    || νάρκη.
    2. όνειρο•

    страшный сон τρομακτικό όνειρο•

    толковать сны εξηγώ το όνειρα•

    верить в сны πιστεύω στα όνειρα.

    || ονειροφαντασία•

    всё это сон όλ αυτά είναι ονειροφαντασίες.

    εκφρ.
    приятного сна – (ευχή) καλόν ύπνο•
    сквозь сон (слышать, чувствовать – σαν στον ύπνο (ακούω, αισθάνομαι), ασαφώς, συγκεχυμένα•
    спать (заснуть, уснуть) вечным сном – κοιμούμαι τον αιώνιο ύπνο•
    спать сном праведника (праведных) – κοιμούμαι μακάρια•
    восстать (воспрянуть) ото сна – σηκώνομαι από τον ύπνο•
    ни сном ни духом не виноват – είμαι τελείως αθώος•
    ни сном ни духом не знать – δε γνωρίζω,(δεν ξέρω) τίποτε απολύτως, έχω τελεία άγνοια για κάτι•
    сна ни в одном глазу нет – δε νυστάζω καθόλου.

    Большой русско-греческий словарь > сон

  • 42 тиховодный

    επ. παλ. ήσυχος (για ποτάμι, ρεύμα).

    Большой русско-греческий словарь > тиховодный

  • 43 тихоня

    -и, γεν. πλθ. -ей α. κ. θ. άντρας (φιλ)ήσυχος, γυναίκα (φιλ)ήσυχη.

    Большой русско-греческий словарь > тихоня

  • 44 тишать

    ρ.δ.
    (απλ.) ησυχάζω, γίνομαι πιο ήσυχος• εξασθενίζω.

    Большой русско-греческий словарь > тишать

  • 45 тишь

    -и, προθτ. о тиши, в тиши θ.
    βλ. тишина.
    (για καιρό) ήσυχος (χωρίς άνεμο).
    εκφρ.
    в -и – α) σε ησυχία, σε ήσυχη ώρα ή καιρό, β) σε ήσυχο (αφανές) μέρος.

    Большой русско-греческий словарь > тишь

  • 46 успокоить

    -кою, -коишь
    ρ.σ.μ.
    1. ησυχάζω, καθησυχάζω, (η)μερεύω•

    успокоить больного καθησυχάζω τον άρρωστο•

    успокоить детей καθησυχάζω τα παιδιά.

    2. υποτάσσω, δαμάζω.
    3. καταπραΰνω, κατευνάζω, μαλακώνω•

    успокоить зубную боль μαλακώνω τον πονόδοντο•

    успокоить нервы καθησυχάζω τα νεύρα.

    || ηρεμίζω, ακινητώ, γαληνεύω, καλμάρω.
    1. ησυχάζω, γίνομαι ήσυχος, (η)μερεύω.
    2. ηρεμίζω, γαληνεύω, καλμάρω•

    море -лось η θάλασσα γαλήνεψε•

    ветер -лся ο άνεμος κόπασε.

    || μτφ. αναπαύομαι•

    совесть -лась η συνείδηση αναπαύτηκε.

    3. καταπραΰνομαι, κατευνάζομαι, μαλακώνω•

    нервы -лись τα νεύρα μαλάκωσαν.

    Большой русско-греческий словарь > успокоить

  • 47 шёлковый

    κ. шелковый
    επ.
    1. μεταξωτός, μεταξένιος, μετάξινος•

    -ое волокно μεταξωτές ίνες•

    -ая нить μεταξωτή κλωστή•

    -ая материя μεταξωτό ύφασμα•

    -ая промышленность μεταξοβιομηχανία•

    -ые чулки μεταξωτές κάλτσες.

    || μεταξοειδής•

    -ые волосы μαλλιά σαν το μετάξι.

    2. μτφ. πράος, ήσυχος, υπάκουος, ευπειθής•

    он стал -ым после выговора αυτός έγινε αρνάκι ύστερα από την τιμωρία.

    Большой русско-греческий словарь > шёлковый

  • 48 ягнёнок

    -нка, πλθ. -нята, -нят α. αρνί, αρνάκι, αμνός. || μτφ. άνθρωπος ήσυχος, πράος, άκακος, αθώος.

    Большой русско-греческий словарь > ягнёнок

  • 49 ясный

    επ., βρ: ясен, ясна, ясно, ясны.
    1. φωτεινός, λαμπρός, λαμπερός, φεγγοβόλος•

    -ое солнце ολόλαμπρος ήλιος•

    ясный свет λαμπερό φως.

    || στιλπνός, λείος, γυαλιστερός• αστραφτερός•

    -ые пуговицы γυαλιστερά κουμπιά.

    2. αίθριος, ξάστερος•

    -ое небо αίθριος ουρανός•

    -ая погода ξαστεριά.

    || διαυγής, διαφανής, καθαρός•

    ясный воздух καθαρός αέρας.

    3. μτφ. ασυσκότιστός, ήσυχος, γαλήνιος•

    -ая душа ήσυχη (γαλήνια) ψυχή.

    4. ευδιάκριτος, διαυγής, εναργής, ευκρινής•

    -ая дикция καθαρή προφορά•

    ясный почерк καθαρός (ευανάγνωστος) γραφικός χαρακτήρας.

    || πειστικός•

    -ое доказательство χειροπιαστή (απτή) απόδειξη.

    || σαφής•

    ясный ответ σαφής απάντηση•

    -ое понятие σαφής έννοια.

    5. ολοφάνερος, προφανής, πρόδηλος•

    -ое намерение φανερή πρόθεση.

    εκφρ.
    - ое дело – φανερή υπόθεση•
    ясный сокол – παλικάρι, λεβέντης•
    ясный соколик – παλικαράκι, λεβεντάκος•
    яснее -ого – καταφανώς, ολοφάνερα, παραπάνω από σαφής, σαφέστατα.

    Большой русско-греческий словарь > ясный

См. также в других словарях:

  • ἥσυχος — quiet masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήσυχος — η, ο (AM ἥσυχος, ον) 1. ήρεμος, γαλήνιος, αδιατάρακτος («ήσυχη θάλασσα») 2. αυτός που δεν ταράσσεται από κανέναν εξωτερικό θόρυβο, αυτός στον οποίο επικρατεί ησυχία, αθόρυβος («ήσυχη κάμαρα») 3. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, απερίσπαστος …   Dictionary of Greek

  • ήσυχος — η, ο επίρρ. α 1. ήρεμος: Ήσυχη βραδιά. – Ήσυχη θάλασσα. – Ήσυχη συνείδηση. 2. μέρος όπου δεν υπάρχουν θόρυβοι ή άλλες ενοχλήσεις: Ήσυχο σπίτι. – Ήσυχη γειτονιά. 3. ο απαλλαγμένος από φροντίδες και στενοχώριες: Ήσυχη ζωή. 4. αυτός που δεν ενοχλεί… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἡσυχώτερον — ἥσυχος quiet masc acc comp sg ἥσυχος quiet neut nom/voc/acc comp sg ἥσυχος quiet adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσυχαίτατον — ἥσυχος quiet masc acc sg ἥσυχος quiet neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσυχαίτερον — ἥσυχος quiet masc acc sg ἥσυχος quiet neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσυχώτατον — ἥσυχος quiet masc acc superl sg ἥσυχος quiet neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσύχως — ἥσυχος quiet adverbial ἥσυχος quiet masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥσυχον — ἥσυχος quiet masc/fem acc sg ἥσυχος quiet neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσυχαιτέρου — ἥσυχος quiet masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσυχαίτατα — ἥσυχος quiet neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»