-
21 мирный
[μίρνυϊ] εκ. ειρηνικός ήσυχος -
22 спокойный
[σπακόΐνυϊ] εκ. ήσυχος -
23 мирный
[μίρνυϊ] επ ειρηνικός ήσυχος -
24 спокойный
[σπακόΐνυϊ] επ ήσυχος -
25 безветренный
επ., βρ: -рен, -ренна, -оνήνεμος, χωρίς άνεμο, ήρεμος, ήσυχος. -
26 бесшумный
επ. βρ: -мен, -мна, -мноαθόρυβος, ήσυχος -
27 божий
-ья, -ье, επ.θεϊκός, του θεού•-ья воля θεού θέληση•
божий храм ο ναός (οίκος) του θεού.
εκφρ.- ья корова – α) ιάραβος, πασχαλιά (έντομο), β) ευλογημένος, ήσυχος, βολικός•каждый божий день – κάθε μέρα του θεού, καθημερινά•ясно как божий день – πεντακάθαρα, ολοκάθαρα. -
28 более
1. βλ. больше.2. πιο, περισσότερο•-спокойный πιο -ήσυχος•
более смелый πιο τολμηρός.
εκφρ.более или менее – περισσότερο ή λιγότερο, λίγο-πολύ•не более (и) не менее, как... ή ни более (и) ни менее как... – ούτε πολύ ούτε λίγο, ακριβώς -έστατα•более того – εκτός απ’ αυτό, εκτόί τούτου•тем более – ακόμα περισσότερο•более чем – περισσότερο απ’ ότι. -
29 вздохнуть
-ну, -нешь, ρ.σ.1. βλ. вздыхать (1 σημ.).2. αναπαύομαι, ξεκουράζομαι•вздохнуть после беготни ξεκουράζομαι ύστερα από τα τρεξίματα.
εκφρ.вздохнуть свободно – αναπνέω ελεύθερα (είμαι πια ήσυχος). -
30 монастырский
επ.μοναστηριακός•-ие земли μοναστηριακή γη.
|| μτφ. ήσυχος•-ая жизнь μοναστηριακή ζωή.
-
31 мягкий
επ., βρ: -ток, -гка, -гко; мягче;1. μαλακός, απαλός•мягкий как пух απαλός σαν πούπουλο•
мягкий хлеб μαλακό ψωμί•
-ое железо μαλακό σίδερο.
2. τρυφερός, αβρός•-ие женские руки τρυφερά γυναικεία χέρια.
|| σιγανός ήσυχος ελαφρός.3. ομαλός• ευχάριστος χαριτωμένος.4. μτφ. πράος• ήπιος ήρεμος•мягкий климат ήπιο κλίμα•
мягкий характер μαλακός χαρακτήρας.
5. επιεικής, συγκαταβατικός, καλόβουλος•мягкий человек μαλακός άνθρωπος.
εκφρ.- ая вода – μαλακό νερό (που διαλύεται εύκολα το σαπούνι κ. άλ.)•- ая мебель – μαλακά έπιπλα (καθίσματα, ντιβάνι κλπ.)- ие складки – φυσικές δίπλες•- ие согласные – (γλωσ.) μαλακά σύμφωνα. -
32 невозмутимый
επ., βρ: -тим, -а, -оατάραχος, ήσυχος, γαλήνιος, ήρεμος. || αδιατάραχτος• πλήρης, απόλυτος•-ая тишина απόλυτη ησυχία.
-
33 нрав
-а α.1. ήθος• χαρακτήρας, ψυχοσύνθεση, ιδιοσυγκρασία κράση, σκαρί: крутой -απότομος χαρακτήρας•вспыльчивый нрав ευέξαπτος χαρακτήρας•
тихий нрав ήσυχος χαρακτήρας•
он ей не по -у αυτός όεν της γουστάρει (από χαρακτήρα).
2. πλθ. -ы τα ήθη•-ы и обычаи ήθη και έθιμα•
растление -ов διαφθορά ηθών.
-
34 покойный
επ., βρ: -коен, -коина, -койно.1. ήρεμος, ατάραχος, γαλήνιος, -νεμένος•-ое море γαληνεμένη θάλασσα.
2. ήσυχος•покойный ребёнок ήσυχο παιδάκι•
-ая жизнь ήσυχη ζωή.
3. παλ. βολικός, άνετος, αναπαυτικός (για πράγματα).4. πεθαμένος, μακαρίτης•покойный отец ο μακαρίτης πατέρας•
-ая мать η μακαρίτισσα μητέρα.
ουσ. μακαρίτης•почтить память покойного τιμώ τη μνήμη του μακαρίτη.
εκφρ.будьте -ы – μείνετε ήσυχοι, μην ανησυχείτε. -
35 прояснеть
-еетρ.σ. αιθριάζω, ξαστερώνω, καλοσυνεύω•небо -ло ο ουρανός ξαστέρωσε•
-еетρ.σ. διασαφηνίζομαι, γίνομαι καθαρός, σαφής, ξεκαθαρίζω, λαγαρίζω-γίνομαι ήσυχος, χαρούμενος κλπ., συνέρχομαι, αποκατασταίνομαι. -
36 сдержанный
επ. από μτχ.εγκρατής• συγκρατημένος•сдержанный человек εγκρατής άνθρωπος.
|| ήσυχος, γαλήνιος. || σφιχτοχέρης, φειδωλός, τσιγκούνης. -
37 смиренный
επ., βρ: -рен, -ренна, -ренно.1. ταπεινός, μετρ ιόφρονας• ταπε ινόφρονας. || μτφ. λιτός, πενιχρός, φτωχός•смиренный ужин λιτό δείπνο.
2. ήπιος, πράος• βολικός.3. (απλ.) ήσυχος, άκακος. -
38 смирнеть
ρ.δ. γίνομαι ήσυχος, ήπιος, πράος, φρόνιμος. -
39 смирный
επ., βρ: -рен κ. -рен, -рна, -рноήσυχος, ήπιος, ειρηνικός, φρόνιμος. -
40 сомневаться
ρ.δ. αμφιβάλλω•сомневаться в успех αμφιβάλλω για την επιτυχία•
сомневаться в е истинности αμφιβάλλω για την ειλκρίνειά της.
|| διστάζω, έχω ενδοιασμούς.εκφρ.не -вайся – μην αμφιβάλλεις (μείνε ήσυχος).
См. также в других словарях:
ἥσυχος — quiet masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήσυχος — η, ο (AM ἥσυχος, ον) 1. ήρεμος, γαλήνιος, αδιατάρακτος («ήσυχη θάλασσα») 2. αυτός που δεν ταράσσεται από κανέναν εξωτερικό θόρυβο, αυτός στον οποίο επικρατεί ησυχία, αθόρυβος («ήσυχη κάμαρα») 3. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, απερίσπαστος … Dictionary of Greek
ήσυχος — η, ο επίρρ. α 1. ήρεμος: Ήσυχη βραδιά. – Ήσυχη θάλασσα. – Ήσυχη συνείδηση. 2. μέρος όπου δεν υπάρχουν θόρυβοι ή άλλες ενοχλήσεις: Ήσυχο σπίτι. – Ήσυχη γειτονιά. 3. ο απαλλαγμένος από φροντίδες και στενοχώριες: Ήσυχη ζωή. 4. αυτός που δεν ενοχλεί… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἡσυχώτερον — ἥσυχος quiet masc acc comp sg ἥσυχος quiet neut nom/voc/acc comp sg ἥσυχος quiet adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχαίτατον — ἥσυχος quiet masc acc sg ἥσυχος quiet neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχαίτερον — ἥσυχος quiet masc acc sg ἥσυχος quiet neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχώτατον — ἥσυχος quiet masc acc superl sg ἥσυχος quiet neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσύχως — ἥσυχος quiet adverbial ἥσυχος quiet masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥσυχον — ἥσυχος quiet masc/fem acc sg ἥσυχος quiet neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχαιτέρου — ἥσυχος quiet masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχαίτατα — ἥσυχος quiet neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)