-
1 ήμα
ἤμᾱ, ἀμάω 1reap corn: imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic)ἤ̱μᾱ, ἀμάω 1reap corn: imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic)——————ἧμαthat which is thrown: neut nom /voc /acc sg -
2 ημά
ἡμόςneut nom /voc /acc plἡμά̱, ἡμόςfem nom /voc /acc dualἡμά̱, ἡμόςfem nom /voc sg (doric aeolic) -
3 ἡμά
ἡμόςneut nom /voc /acc plἡμά̱, ἡμόςfem nom /voc /acc dualἡμά̱, ἡμόςfem nom /voc sg (doric aeolic) -
4 ἧμα
ἧμα, τό (ἵημι), das Werfen, Schießen, der Wurf; δυνάμει τε καὶ ἥμασιν ἔπλευ ἄριστος Il. 23, 891; Hesych. erkl. βλήματα, ἀκόντια.
-
5 ημα
-
6 ἧμα
A that which is thrown, dart, javelin, ἥμασιν ἔπλευ ἄριστος best at darting, Il.23.891: hence ἥμων (q.v.). -
7 ἧμα
ἧμα, ατος ( ἵημι): throw; ἥμασιν ἄριστος, best ‘at javelin - throwing,’ Il. 23.891†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἧμα
-
8 ἧμα
ἧμα, τό, das Werfen, Schießen, der Wurf -
9 ἧμα
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἧμα
-
10 ἤμα
Βλ. λ. ήμα -
11 ἧμα
Βλ. λ. ήμα -
12 αμόλ(λ)ημα
τό1) ослабление, отпускание; 2) отвязывание; 3) освобождение -
13 αμόλ(λ)ημα
τό1) ослабление, отпускание; 2) отвязывание; 3) освобождение -
14 βροντολό(γ)ημα
το см. βροντοβόλημα -
15 βροντολό(γ)ημα
το см. βροντοβόλημα -
16 γιατρολό(γ)ημα
τό1) уход за больными; 2) лечение -
17 γιατρολό(γ)ημα
τό1) уход за больными; 2) лечение -
18 γιορτολό(γ)ημα
τό1) подготовка к празднику; 2) πλ. чистые пирушки, кутежи -
19 γιορτολό(γ)ημα
τό1) подготовка к празднику; 2) πλ. чистые пирушки, кутежи -
20 γνεθολό(γ)ημα
το прядение
См. также в других словарях:
ήμα — ἧμα, τὸ (Α) 1. το ακόντιο 2. ο ακοντισμός («ἥμασιν ἔπλευ ἄριστος» ο καλύτερος στον ακοντισμό, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἡ του ἵημι «ρίχνω» (πρβλ. ἥσω, ἥκα, μέλλ. και αόρ. τού ἵημι) + κατάλ. μα] … Dictionary of Greek
ἤμα — ἤμᾱ , ἀμάω 1 reap corn imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) ἤ̱μᾱ , ἀμάω 1 reap corn imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἧμα — that which is thrown neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμά — ἡμός neut nom/voc/acc pl ἡμά̱ , ἡμός fem nom/voc/acc dual ἡμά̱ , ἡμός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμάς — ἡμά̱ς , ἡμός fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοιρίημα — Α (κατά τον Ησύχ.) «χοιρίδιον». [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + κατάλ. ί ημα, κατά το ἐριφ ί ημα: ἐρίφιον (για ανάλογους τ. επεκταμένους με κατάλ. ημα, πρβλ. λέσχ ημα: λέσχη, προβάτ ημα: πρόβατον)] … Dictionary of Greek
μελέδημα — μελέδημα, ατος, τὸ (Α) 1. φροντίδα, μέριμνα 2. έγνοια, ανησυχία («ἀλλ ἐνὶ θυμῷ νύκτα δι ἀμβροσίην μελεδήματα πατρὸς ἔγειρεν», Ομ. Οδ.) 2. αυτό για το οποίο φροντίζει ή μεριμνά κάποιος, μέλημα, αντικείμενο φροντίδας («Χαρίτων μελέδημα», Ίβυκ.).… … Dictionary of Greek
μόσχημα — μόσχημα, τὸ (Α) μόσχευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένο τ. τού μόσχευμα, κατά τα ουσ. σε ήμα (πρβλ. ποί ημα, φρόν ημα)] … Dictionary of Greek
πότημα — (I) ήματος, τὸ, Α το πέταγμα («ὑπέρ τε πόντον ἀπτέροις ποτήμασιν ἦλθον διώκουσ », Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ποτ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τής ρίζας τού πέτομαι* + κατάλ. ημα]. (II) ήματος, τὸ, ΝΜΑ καθετί που πίνεται, ποτό νεοελλ. υγρό φάρμακο… … Dictionary of Greek
τράγημα — το, ΝΑ, και τράγιμα Α 1. επιδόρπιο 2. (κυρίως στον πληθ.) τα τραγήματα ξηροί καρποί που συνήθως τρώγονται μετά το κυρίως φαγητό, τρωγάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τραγ τού τρώγω* (πρβλ. απρμφ. αορ. τραγ εῖν) + κατάλ. ημα (πρβλ. πάθ ημα, στέργ ημα)] … Dictionary of Greek
ίημι — ἵημι (Α) 1. κινώ, βάζω κάτι σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἧκα πόδας καὶ χεῑρε φέρεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. αφήνω κάτι να πέσει κάτω (α. «κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας» άφησε τα μαλλιά να κρέμονται από το κεφάλι, Ομ. Οδ.) 3. στέλνω, αποστέλλω 4.… … Dictionary of Greek