-
1 ήλασσαν
-
2 ἤλασσαν
-
3 ἐξελαύνω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐξελαύνω
-
4 ἐξελάω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐξελάω
См. также в других словарях:
ἤλασσαν — ἐλαύνω drive aor ind act 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)