-
81 значение
значение с 1) (смысл ) η έν νοια 2) (важность ) η σημασία иметь \значение έχω σημασία при давать \значение δίνω σημασία* * *с1) ( смысл) η έννοια2) ( важность) η σημασίαиме́ть значе́ние — έχω σημασία
придава́ть значе́ние — δίνω σημασία
-
82 знобить
-
83 известность
известность ж η φήμη, η διασημότητα пользоваться -ю έχω τη φήμη ◇ поставить в -πληροφορώ, γνωστοποιώ* * *жη φήμη, η διασημότηταпо́льзоваться изве́стностью — έχω τη φήμη
••поста́вить в изве́стность — πληροφορώ, γνωστοποιώ
-
84 кашель
-
85 насморк
-
86 негде
негде: \негде сесть δεν υπάρχει θέση· мне \негде сесть δεν έχω πού να καθήσω* * *не́где сесть — δεν υπάρχει θέση
мне не́где сесть — δεν έχω πού να καθήσω
-
87 некогда
I некогда Ι (нет времени): мне \некогда δεν έχω καιρό II некогда II (когда-то) κάποτε, κάποια φορά, μια φορά κι ένα καιρό* * *I( нет времени)IIмне не́когда — δεν έχω καιρό
( когда-то) κάποτε, κάποια φορά, μια φορά κι ένα καιρό -
88 некуда
некуда: мне \некуда положить (что-л.) δεν έχω πού να βάλλω (или θέτω) ( κάτι)* * *мне не́куда положи́ть (что-л.) — δεν έχω πού να βάλλω ( или θέτω) (κάτι)
-
89 необходимый
необходимый αναγκαίος, απαραίτητος* \необходимыйые средства τα απαραίτητα μέσα' самые \необходимыйые вещи τα πιο απαραίτητα ( πράγματα)· мне \необходимыйо... έχω ανάγκη από...необъятный απέραντος, τεράστιος* * *αναγκαίος, απαραίτητοςнеобходи́мые сре́дства — τα απαραίτητα μέσα
са́мые необходи́мые ве́щи — τα πιο απαραίτητα (πράγματα)
мне необходи́мо… — έχω ανάγκη από…
-
90 неоткуда
неоткуда από πουθενά* мне \неоткуда взять (что-л.) δεν έχω από πού να πάρω ( κάτι)* * *мне не́откуда взять (что-л.) — δεν έχω από πού να πάρω (κάτι)
-
91 нет
нет 1. (отрицание) όχι* δε(ν) (при глаголе)" \нет, не знаю όχι, δεν ξέρω 2. (не имеется) δεν υπάρχει, δεν υπάρχουν у меня \нет времени δεν έχω καιρό· здесь никого \нет εδώ δεν είναι κανείς· кого сегодня \нет? ποιος λείπει σήμερα;* * *1.( отрицание) όχι; δε(ν) ( при глаголе)2.нет, не зна́ю — όχι, δεν ξέρω
( не имеется) δεν υπάρχει, δεν υπάρχουνу меня́ нет вре́мени — δεν έχω καιρό
здесь никого́ нет — εδώ δεν είναι κανείς
кого́ сего́дня нет? — ποιος λείπει σήμερα
-
92 никакой
никакой κανένας; нет \никакойого сомнения δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία* у меня нет \никакоййх возражений δεν έχω καμιά αντίρρηση* * *нет никако́го сомне́ния — δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία
у меня́ нет никаки́х возраже́ний — δεν έχω καμιά αντίρρηση
-
93 нуждаться
1) ( терпеть нужду) είμαι φτωχός2) (в чём-л.) έχω ανάγκη, χρειάζομαιя нужда́юсь в сове́те — έχω ανάγκη από συμβουλή
-
94 озноб
-
95 ответственность
ответственность ж η ευθύνη· нести \ответственность έχω την ευθύνη· брать на себя \ответственность αναλαβαίνω την ευθύνη* * *жη ευθύνηнести отве́тственность — έχω την ευθύνη
брать на себя́ отве́тственность — αναλαβαίνω την ευθύνη
-
96 отклик
отклик м 1) (ответ) η ανταπόκριση, η απάντηση· η γνώμη (отзыв ) 2) прям., лерен. (резонанс) η απήχηση, η αντήχηση· получить широкий \отклик έχω (βρίσκω) πλατιά απήχηση* \отклики в печати η απήχηση στον τύπο* * *м2) прям., перен. ( резонанс) η απήχηση, η αντήχησηполучи́ть широ́кий о́тклик — έχω (βρίσκω) πλατιά απήχηση
о́тклики в печа́ти — η απήχηση στον τύπο
-
97 поесть
поесть см. есть I· я уже поел έχω φάει· я не успел \поесть δεν πρόλαβα να φάγω* * *см. есть Iя уже́ пое́л — έχω φάει
я не успе́л пое́сть — δεν πρόλαβα να φάγω
-
98 позавтракать
позавтракать см. завтракать· я уже \позавтракатьл έχω πάρει το πρωινό μου* * *см. завтракатья уже́ поза́втракал — έχω πάρει το πρωινό μου
-
99 пользоваться
пользоваться 1) μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ 2) (извлекать выгоду ) επωφελούμαι 3) (обладать чём-л.) απολαβαίνω, χαίρω* \пользоваться уважением χαίρω της εκτίμησης· \пользоваться доверием χαίρω της εμπιστοσύνης* \пользоваться успехом έχω επιτυχία* * *1) μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ2) ( извлекать выгоду) επωφελούμαι3) (обладать чем-л.) απολαβαίνω, χαίρωпо́льзоваться уваже́нием — χαίρω της εκτίμησης
по́льзоваться дове́рием — χαίρω της εμπιστοσύ νης
по́льзоваться успе́хом — έχω επιτυχία
-
100 понятие
понятие с η γνώμη, το νόημα, η ιδέα· \понятиея не имею δεν έχω ιδέα* * *сη γνώμη, το νόημα, η ιδέαпоня́тия не име́ю — δεν έχω ιδέα
См. также в других словарях:
ἔχω — check pres subj act 1st sg ἔχω check pres ind act 1st sg χόω throw imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχω — βλ. πίν. 154 (και ως απρόσ. έχει) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
έχω — πρτ. είχα 1. κρατώ στα χέρια μου: Μην πλησιάζεις, έχω μαχαίρι. 2. διαθέτω, είμαι κάτοχος, ιδιοκτήτης: Έχω σπίτια. 3. σχετίζομαι, συγγενεύω, συνδέομαι: Έχω αδέρφια. 4. μτφ., αξίζω, κοστίζω: Πόσο έχουν οι ντομάτες; 5. θεωρώ, νομίζω: Τον είχα για… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Οὐκ ἔχω πῶς ἐπαινέσω, ψέγειν δ’οὐ βούλομαι. — См. Чего хвалить не умеешь, того не хули … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
'χω — ἔχω , ἔχω check pres subj act 1st sg ἔχω , ἔχω check pres ind act 1st sg ἔχω , χόω throw imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅχω — ἔχω , ἔχω check pres subj act 1st sg ἔχω , ἔχω check pres ind act 1st sg ἔχω , χόω throw imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχόν — ἔχω check aor part act masc voc sg ἔχω check aor part act neut nom/voc/acc sg ἔχω check aor ind act 3rd pl (homeric ionic) ἔχω check aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔχετον — ἔχω check pres imperat act 2nd dual ἔχω check pres ind act 3rd dual ἔχω check pres ind act 2nd dual ἔχω check imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔχον — ἔχω check pres part act masc voc sg ἔχω check pres part act neut nom/voc/acc sg ἔχω check imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἔχω check imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχέο — ἔχω check aor imperat mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἔχω check aor imperat mid 2nd sg (ionic) ἔχω check aor ind mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic) σχάω slit open so as to let something escape pres imperat mp 2nd sg (epic ionic) σχάω slit… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)