-
1 έχθρα
ἔχθρᾱ, ἔχθραhatred: fem nom /voc /acc dualἔχθρᾱ, ἔχθραhatred: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)ἔχθρᾱ, ἔχθρηhatred: fem nom /voc /acc dualἔχθρᾱ, ἔχθρηhatred: fem nom /voc sg (attic doric ionic aeolic)——————ἔχθραι, ἔχθραhatred: fem nom /voc plἔχθρᾱͅ, ἔχθραhatred: fem dat sg (attic doric aeolic)ἔχθραι, ἔχθρηhatred: fem nom /voc plἔχθρᾱͅ, ἔχθρηhatred: fem dat sg (attic doric ionic aeolic) -
2 εχθρά
ἐχθρόςhated: neut nom /voc /acc plἐχθρά̱, ἐχθρόςhated: fem nom /voc /acc dualἐχθρά̱, ἐχθρόςhated: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 ἐχθρά
ἐχθρόςhated: neut nom /voc /acc plἐχθρά̱, ἐχθρόςhated: fem nom /voc /acc dualἐχθρά̱, ἐχθρόςhated: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
4 ἔχθρα
1 feud “ εἴ τις ἔχθρα πέλει ὁμογόνοις” P. 4.145 -
5 εχθρά
-
6 ἐχθρᾷ
-
7 ἔχθρα
ἔχθρα, ας, ἡ (s. next entry; Pind., Thu. et al.; ins, pap, LXX; ApcMos 25f; Just., D. 1023, 3 [Gen 3:15]) enmity Dg 5:17; Eph 2:14, 16 (opp. φιλία, as Hyperid., Fgm. 209; Ael. Aristid. 38 p. 713 D.; SIG 826c, 10; PHib 170 [247 B.C.]). ἔ. τοῦ θεοῦ enmity toward God Js 4:4. Also ἔ. εἰς θεόν Ro 8:7. ἐν ἔ. εἶναι (cp. 1 Esdr 5:49) πρός τινα live at enmity w. someone Lk 23:12 (ἔ. πρός τινα as Demetr.: 722, Fgm. 1, 1 Jac.; Lucian, Hermot. 85; Philo, Spec. Leg. 1, 108; Jos., Ant. 4, 106). Pl. of hostile feelings and actions (Pla., 7th Epistle 337b; Philo, Sacr. Abel. 96) Gal 5:20.—B. 1132f. DELG s.v. ἔχθο. M-M. TW. -
8 ἔχθρα
Βλ. λ. έχθρα -
9 ἔχθρᾳ
Βλ. λ. έχθρα -
10 ἔχθρα
-ας + ἡ N 1 3-0-7-2-2=14 Gn 3,15; Nm 35,20.22; Is 63,10; Jer 9,7hatred, enmity→NIDNTT; TWNT -
11 ἔχθρα
A hatred, enmity, Hdt.5.81, Pi.P.4.145, etc.: in philos. sense, = νεῖκος 1.5, Plot.3.2.2; ἔ. τινός hatred for, enmity to one, Antipho 2.4.1, Th.3.10;κατ' ἔχθραν τινός Ar. Pax 133
;ἔ. ἔς τινα Hdt.1.5
, Th.2.68;εἴς θεόν Ep.Rom.8.7
; (pl.), Th.2.68; δι' ἔχθρας μολεῖν, ἀφῖχθαί τινι, to be at feud with one, E.Ph. 479, Hipp. 1164; ;εἰς ἔ. βάλλειν τινά A.Pr. 390
;εἰς ἔ. ἐλθεῖν D.21.62
;καταστῆσαί τινας εἰς ἔχθραν τῷ δήμῳ X.HG3.5.9
;πολλὴν εἰς ἔχθραν ἀλλήλοις καὶ πολλῶν πέρι καθίστανται Pl.Plt. 307d
, cf. Isoc.9.67; πρὸς ἔχθραν from personal enmity, D.18.141; ἔ. συμβάλλειν, συνάπτειν τινί, to engage in hostility with.., E.Med.45, Heracl. 459;ἔ. τισὶν ἄρασθαι D.21.132
;καταλλάσσεσθαι τὰς ἔ. Hdt.7.145
;λύσασαν ἔ. τὴν πάρος E.Tr.50
;τὰς μεγάλας ἔ. διαλύεσθαι Th.4.19
;πρὸς ἀλλήλους ἔ. ἀνείλοντο Is.1.9
;διαλλαχθῆναι τῆς ἔ. And.2.26
: prov., Ἐμπεδοκλέους ἔ., of undying hatred, Lys. Fr. 261 S. -
12 έχθρας
ἔχθρᾱς, ἔχθραhatred: fem acc plἔχθρᾱς, ἔχθραhatred: fem gen sg (attic doric aeolic)ἔχθρᾱς, ἔχθρηhatred: fem acc plἔχθρᾱς, ἔχθρηhatred: fem gen sg (attic doric ionic aeolic) -
13 ἔχθρας
ἔχθρᾱς, ἔχθραhatred: fem acc plἔχθρᾱς, ἔχθραhatred: fem gen sg (attic doric aeolic)ἔχθρᾱς, ἔχθρηhatred: fem acc plἔχθρᾱς, ἔχθρηhatred: fem gen sg (attic doric ionic aeolic) -
14 ἐχθρός
1 adj.a act., hostileτις ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ O. 2.59
στάσιν ἐχθρὰν κουροτρόφον fr. 109. 4. c. gen., ἐπεὶ ὕβριος ἐχθρὰν ὁδὸν εὐθυπορεῖ ( hostile to arrogance: cf.φίλον P. 3.5
) O. 7.90b pass., hated, hatefulἐπεὶ τό γε λοιδορῆσαι θεοὺς ἐχθρὰ σοφία O. 9.38
ἐχθρὰ Φάλαριν κατέχει παντᾷ φάτις P. 1.96
καί τινα σὺν πλαγίῳ ἀνδρῶν κόρῳ στείχοντα τὸν ἐχθρότατον φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ (Boeckh: μόρον codd.: τῷ ἐχθροτάτῳ μόρῳ Beck) N. 1.65ἐχθρὰ δ' ἄρα πάρφασις ἦν καὶ πάλαι N. 8.32
ἐχθρὰν ἔριν οὐ παλίγγλωσσον Παρθ. 2. 63.2 subs., foe, adversaryποτὶ δ' ἐχθρὸν ἅτ ἐχθρὸς ἐὼν λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι P. 2.84
κατὰ λαύρας δ' ἐχθρῶν ἀπάοροι πτώσσοντι P. 8.86
κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν παντὶ θυμῷ σύν τε δίκᾳ καλὰ ῥέζοντ' ἔννεπεν P. 9.95
χρὴ δὲ πᾶν ἔρδοντ' ἀμαυρῶσαι τὸν ἐχθρόν I. 4.48
εἰ δέ τις ἀρκέων φίλοις ἔχθροῖσι τραχὺς ὑπαντιάζει Pae. 2.32
]ς ἐχθρῶν ὁμιλήσειε[ Πα. 13b. 1.3 n. pl. acc., pro adv. [ὁ δ] ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται with hostile intent Pae. 2.54 -
15 έχθραι
ἔχθραhatred: fem nom /voc plἔχθρᾱͅ, ἔχθραhatred: fem dat sg (attic doric aeolic)ἔχθρηhatred: fem nom /voc plἔχθρᾱͅ, ἔχθρηhatred: fem dat sg (attic doric ionic aeolic) -
16 ἔχθραι
ἔχθραhatred: fem nom /voc plἔχθρᾱͅ, ἔχθραhatred: fem dat sg (attic doric aeolic)ἔχθρηhatred: fem nom /voc plἔχθρᾱͅ, ἔχθρηhatred: fem dat sg (attic doric ionic aeolic) -
17 εχθρ'
ἔχθραι, ἔχθραhatred: fem nom /voc plἔχθρᾱͅ, ἔχθραhatred: fem dat sg (attic doric aeolic)ἔχθραι, ἔχθρηhatred: fem nom /voc plἔχθρᾱͅ, ἔχθρηhatred: fem dat sg (attic doric ionic aeolic) -
18 ἔχθρ'
ἔχθραι, ἔχθραhatred: fem nom /voc plἔχθρᾱͅ, ἔχθραhatred: fem dat sg (attic doric aeolic)ἔχθραι, ἔχθρηhatred: fem nom /voc plἔχθρᾱͅ, ἔχθρηhatred: fem dat sg (attic doric ionic aeolic) -
19 έχθραν
ἔχθρᾱν, ἔχθραhatred: fem acc sg (attic doric aeolic)ἔχθρᾱν, ἔχθρηhatred: fem acc sg (attic doric ionic aeolic) -
20 ἔχθραν
ἔχθρᾱν, ἔχθραhatred: fem acc sg (attic doric aeolic)ἔχθρᾱν, ἔχθρηhatred: fem acc sg (attic doric ionic aeolic)
См. также в других словарях:
ἔχθρα — ἔχθρᾱ , ἔχθρα hatred fem nom/voc/acc dual ἔχθρᾱ , ἔχθρα hatred fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἔχθρᾱ , ἔχθρη hatred fem nom/voc/acc dual ἔχθρᾱ , ἔχθρη hatred fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχθρα — έχθρα, η και έχτρα, η και έχθρητα, η εχθρότητα, μίσος, αντιπάθεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔχθρᾳ — ἔχθραι , ἔχθρα hatred fem nom/voc pl ἔχθρᾱͅ , ἔχθρα hatred fem dat sg (attic doric aeolic) ἔχθραι , ἔχθρη hatred fem nom/voc pl ἔχθρᾱͅ , ἔχθρη hatred fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχθρα — η και έχτρα και έχθρητα και όχτρητα (ΑΜ ἔχθρα, Α ιων. τ. ἔχθρη) [εχθρός] εχθρική διάθεση, εχθρότητα, απέχθεια, αποστροφή, μίσος («ἀρχὴν τῆς ἔχθρης τῆς ἐς τοὺς Ἕλληνας», Ηρόδ.) αρχ. παροιμ. «Ἐμπεδοκλέους ἔχθρα» άσβεστο μίσος … Dictionary of Greek
ἐχθρά — ἐχθρός hated neut nom/voc/acc pl ἐχθρά̱ , ἐχθρός hated fem nom/voc/acc dual ἐχθρά̱ , ἐχθρός hated fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχθρᾷ — ἐχθρός hated fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔχθρας — ἔχθρᾱς , ἔχθρα hatred fem acc pl ἔχθρᾱς , ἔχθρα hatred fem gen sg (attic doric aeolic) ἔχθρᾱς , ἔχθρη hatred fem acc pl ἔχθρᾱς , ἔχθρη hatred fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔχθραι — ἔχθρα hatred fem nom/voc pl ἔχθρᾱͅ , ἔχθρα hatred fem dat sg (attic doric aeolic) ἔχθρη hatred fem nom/voc pl ἔχθρᾱͅ , ἔχθρη hatred fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔχθραν — ἔχθρᾱν , ἔχθρα hatred fem acc sg (attic doric aeolic) ἔχθρᾱν , ἔχθρη hatred fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχθράν — ἐχθρά̱ν , ἐχθρός hated fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχθράς — ἐχθρά̱ς , ἐχθρός hated fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)