-
121 αγακλειτος
-
122 αγηραος
стяж. ἀγήρως 2(acc. ἀγήρων и ἀγήρω pl.: nom. ἀγήρῳ, dat. ἀγήρῳς, acc. ἀγήρως) нестареющий, неувядающий, непреходящий, вечный(ἀθάνατος καὴ ἀ. Hom., Hes.; κῦδος Pind.; χάρις Eur.; ἔπαινος Thuc.; πάθος Plat.)
ἀ. χρόνῳ Soph. — вечно юный -
123 ακουστικος
-
124 αλυπως
1) беспечально, безболезненно, без страданий(ζῆν Plat.; ἀποθανεῖν Men.)
ὡς ἀλυπότατα μεταχειρίζεσθαι τὸ συμβεβηκὸς πάθος Lys. — сделать свой недуг как можно менее болезненным2) спокойно, мужественно, твердо(ὑπομένειν τέν συμφοράν Plut.)
3) не причиняя страданий(τινί Xen., Isocr., Plut.)
-
125 αμεγαρτος
21) незавидный, т.е. тяжелый, ужасный, страшный(πόνος, ἀνέμων ἀϋτμή Hom.; μάχη Hes.; πάθος Arph.)
ἀμέγαρτα κακῶν Eur. — страшные бедствия2) жалкий, несчастный(ἄνθρωποι HH.; sc. γυνή Anth.)
-
126 ανημερος
-
127 ανθεω
1) вырастать, расти, пробиваться(ἴουλοι ἀνθοῦσιν Hom.)
ἀφρὸς ἤνσει Arph. — выступила пена2) цвести, расцветать(ῥόδοις Pind.; ἀνθεῦσιν κυπάρισσοι Theocr.)
3) быть в расцвете, процветать(ἥ ἀνθεῦσα Ἀσίη Her.; Ἀθηναῖοι ἤνθησαν Thuc.)
4) быть обильным, изобиловать(πλοῦτος ἤνθησε σφίσιν Pind.; ἀ. ἀνδράσι Her.; ἐπιθυμίαις Luc.)
σφόδρα ἐπὴ ταῖς ἐλπίσιν ἀ. Dem. — подавать большие надежды5) быть сплошь покрытым6) блистать, сверкать(ταῖς φοινικίσι Xen.)
7) быть в разгаре, достигнуть высшей степени(πάθος ἀνθεῖ Aesch., νόσος ἤνθηκεν Soph.). - см. тж. ἀνθοῦν
-
128 απεριγενητος
См. также в других словарях:
Πάθος — (pathos) (греч.) страсть, страдание; состояние, свойство. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
πάθος — that which happens neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάθος — Κάθε πάθηση του οργανισμού. Λέγεται επίσης κάθε πάθημα, συμφορά, περιπέτεια αλλά και κάθε ακατανίκητη επιθυμία, ορμή, σαρκική ακράτεια. Στην Ψυχολογία π. λέγεται η συνεχής διάθεση ενός ανθρώπου για την επικράτηση κάποιας επιθυμίας του. Στην Τέχνη … Dictionary of Greek
παθός — Κάθε πάθηση του οργανισμού. Λέγεται επίσης κάθε πάθημα, συμφορά, περιπέτεια αλλά και κάθε ακατανίκητη επιθυμία, ορμή, σαρκική ακράτεια. Στην Ψυχολογία π. λέγεται η συνεχής διάθεση ενός ανθρώπου για την επικράτηση κάποιας επιθυμίας του. Στην Τέχνη … Dictionary of Greek
πάθος — το γεν. ους, πληθ. τα πάθη και πάθια 1. αρρώστια, νόσημα σωματικό. 2. περιπέτεια, βάσανο, μαρτύριο: Υπόφερε του Χριστού τα πάθη. 3. ζωηρό συναίσθημα, ορμή, μίσος κτλ.: Μισεί με πάθος τους ψεύτες. 4. ζωηρή τάση, επιθυμία για κάτι: Έχει πάθος με τη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παθός — ο ού, αυτός που έπαθε κάτι και ξέρει για το λόγο αυτό: Ο παθός είναι μαθός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πρὸς τὸ πάθος καὶ ἡ ἔμπλαστρος. — πρὸς τὸ πάθος καὶ ἡ ἔμπλαστρος. См. По ране и пластырь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
πάθει — πάθος that which happens neut nom/voc/acc dual (attic epic) πάθεϊ , πάθος that which happens neut dat sg (epic ionic) πάθος that which happens neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθιάζω — [πάθος] 1. προκαλώ σε κάποιον έντονο ενδιαφέρον, πάθος για κάτι («προσπαθεί να τήν παθιάσει από μικρή με τον χορό») 2. (το ενεργ. και το μέσ.) παθιάζομαι α) υποφέρω από οργανική ή ψυχική ασθένεια («επάθιασε από τα βάσανα και τις πίκρες».) β)… … Dictionary of Greek
παθοῖν — πάθος that which happens neut gen/dat dual (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθέεσσι — πάθος that which happens neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)