-
1 έρωτας
[-ως (-ωτος)] ο1) любовь; влечение;έρωτας της δόξας (της πατρίδας) — любовь к славе (к родине);
2) увлечение, страсть;έχω έρωτα στο κυνήγι — страстно увлекаться охотой;
έχω έρωτα με το θέατρο — увлекаться театром;
τό ψάρεμα είναι ο έρωτας μου — рыболовство это моя страсть;
§ ο έρωτας είναι τυφλός κι' ανοιχτομάτες πιάνει — погов, любовь слепа, а зрячих в свои сети ловит
-
2 ἐρωτᾷς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐρωτᾷς
-
3 έρωτας
[эротас] ουσ а. любовь, возлюбленносгь.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > έρωτας
-
4 έρωτας
[эротас] ουσ а. любовь, возлюбленносгь. -
5 Ο έρωτας κι ο βήχας δεν κρύβονται
Τα νιάτα (ή ο έρωτας) κι ο βήχας δεν κρύβονται• Молодость (или любовь) и кашель не утаишьИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο έρωτας κι ο βήχας δεν κρύβονται
-
6 Ο έρωτας είναι τυφλός κι' ανοιχτομάτες πιάνει
• Любовь слепа, а зрячих в свой сети ловитИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο έρωτας είναι τυφλός κι' ανοιχτομάτες πιάνει
-
7 αντιφωνεω
1) говорить или кричать в ответ, отвечать(Aesch., Soph., Plut.; τινι Polyb., Sext.; δεινὸν ἔπος Soph.)
μέχρι ἂν ἐκ Ῥώμης ἀντιφωνηθῇ τι Polyb. — пока из Рима не прибудет какой-л. ответ2) звучать в ответ, откликаться(ἔρωτας Anacr.)
-
8 εγκυλιω
1) (в чём-л.) катать(τὸν κύλινδρον Arst.)
2) med.-pass. кататься, валяться ; перен. утопать, без удержу предаваться(οἱ εἰς ἔρωτας ἐγκυλισθέντες Xen. - v. l. ἐκκυλισθέντες)
-
9 εκκυλινδω...
ἐκκυλίνδω...ἐκκυλίω, ἐκκυλίνδω1) выкатывать, скатывать(ᾠά Arph.; τινὰ ἐπ΄ ἠϊόνι Anth.)
νότος ἐξεκύλισε πρόρριζον πίτυν Anth. — южный ветер с корнем выворотил сосну;ἐκκυλῖσαι θηρὸς βίην Anth. — повалить сильного зверя;преимущ. pass. — выкатываться, опрокидываться, сваливаться (ἐκ δίφροιο Hom.; μέσης ἀπήνης Soph.; ὄνῳ ἐποχούμενος ἐξεκυλίσθη Anth.):εἰς ἀγορὰν τοῦ διηγήματος ἐκκυλισθέντος Plut. — когда весть докатилась до площади2) высвобождать(τινά Pind.)
; преимущ. pass. высвобождаться, выпутываться, избавляться(ἐκ τῶν δικτύων Xen.)
ἐκκυλισθῆναι τῆς τέχνης Aesch. — освободиться от искусно сделанных оков3) pass. перен. скатываться, погружаться, отдаваться целиком(εἰς ἔρωτας Xen. - v. l. ἐγκυλιεσθαι)
4) med. разворачивать, вращаясь вычерчивать -
10 εκκυλιω
ἐκκυλίω, ἐκκυλίνδω1) выкатывать, скатывать(ᾠά Arph.; τινὰ ἐπ΄ ἠϊόνι Anth.)
νότος ἐξεκύλισε πρόρριζον πίτυν Anth. — южный ветер с корнем выворотил сосну;ἐκκυλῖσαι θηρὸς βίην Anth. — повалить сильного зверя;преимущ. pass. — выкатываться, опрокидываться, сваливаться (ἐκ δίφροιο Hom.; μέσης ἀπήνης Soph.; ὄνῳ ἐποχούμενος ἐξεκυλίσθη Anth.):εἰς ἀγορὰν τοῦ διηγήματος ἐκκυλισθέντος Plut. — когда весть докатилась до площади2) высвобождать(τινά Pind.)
; преимущ. pass. высвобождаться, выпутываться, избавляться(ἐκ τῶν δικτύων Xen.)
ἐκκυλισθῆναι τῆς τέχνης Aesch. — освободиться от искусно сделанных оков3) pass. перен. скатываться, погружаться, отдаваться целиком(εἰς ἔρωτας Xen. - v. l. ἐγκυλιεσθαι)
4) med. разворачивать, вращаясь вычерчивать -
11 ευχερεια
ἥ1) ловкость, проворство(εὐκολία καὴ εὐ. Plat.; ἐν τῷ ποιεῖν Plut.)
2) искусство, мастерство(τοῦ Πραξιτέλους Luc.)
3) склонность, тяготение, влечение(τῆς πονηρίας Plat.; πρὸς ὀργήν Luc.)
4) распущенность, беззаботность, легкомысленное отношение(πρὸς τοὺς ἔρωτας и περὴ τὰς γυναῖκας Plut.)
5) легкомыслие, невнимательность, пренебрежение(περὴ τοὺς ὅρκους, πρὸς τὸν δῆμον Plut.)
6) подвижность, легкость(τῆς πράξεως Aeschin.; ἐν ταῖς μεταβολαῖς Plut.)
-
12 προσπνεω
поэт. Theocr. προσπνείω1) досл. дышать, веять, тж. перен. навевать, внушать(δεῖμα Soph.; ἔρωτας Theocr.)
προσπνεῖ μοι κρεῶν (sc. ὀσμή) Arph. — до меня доносится запах мяса;προσέπνευσαν ἡμῖν Ἀφροδίσιοι αὖραι Luc. — на нас повеяло дыханием любви2) грам. писать или произносить с густым придыханием -
13 ερωτώ
(α) μετ.1) спрашивать; 2) справляться, осведомляться; запрашивать;§ μην τα ερωτας — лучше не спрашивай
-
14 ιδανικός
η, ό[ν] в разн. знач идеальный;ιδανική ομορφιά — идеальная красота;
ιδανικός έρωτας — идеальная любовь;
ιδανικός χαρακτήρας (εργάτης) — идеальный характер (работник);
ιδανικόν αέριον физ. — идеальный газ
-
15 παράφορος
-
16 πλατωνικός
η, ό[ν]1) платонический;πλατωνικός έρωτας — платоническая любовь;
2) напрасный, тщетный;πλατωνικές υποσχέσεις — пустые обещания
-
17 Τα νιάτα κι ο βήχας δεν κρύβονται
Τα νιάτα (ή ο έρωτας) κι ο βήχας δεν κρύβονται• Молодость (или любовь) и кашель не утаишьИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Τα νιάτα κι ο βήχας δεν κρύβονται
См. также в других словарях:
έρωτας — Έλξη ενός προσώπου προς το άλλο. Ενώ οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έβλεπαν τον έ. κυρίως από τη φυσική του πλευρά, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι στωικοί, και ο Πλούταρχος είδαν τον έ. από πιο… … Dictionary of Greek
έρωτας — ο 1. έντονη συμπάθεια, αγάπη, λατρεία, αφοσίωση προς άλλο άτομο: Τον κτύπησε κατακούτελα ο έρωτας (είναι πολύ ερωτευμένος). 2. μτφ., σφοδρή αγάπη ή επιθυμία, υπερβολική προσήλωση σε κάτι: Έχει έρωτα με την επιστήμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐρωτᾶς — ἐρωτᾶ̱ς , ἐρωτάω ask pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτᾷς — ἐρωτάω ask pres subj act 2nd sg ἐρωτάω ask pres ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἔρωτας — ἔρως love masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔρωτας — ἔρως love masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτᾶις — ἐρωτᾷς , ἐρωτάω ask pres subj act 2nd sg ἐρωτᾷς , ἐρωτάω ask pres ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδεραστία — Έρωτας ενηλίκου ανδρός προς ανήλικο άτομο. Η π. είναι γνωστή από την αρχαιότητα με την έννοια όμως του έρωτα ενός άνδρα για ανήλικο αγόρι. Οι Αιγύπτιοι, οι Πέρσες, οι Τυρρηνοί, οι Κέλτες, οι Ιάπωνες και οι Κινέζοι καλλιέργησαν ιδιαίτερα την π.,… … Dictionary of Greek
Γκέτε, Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον- — (Johann Wolfgang von Goethe, Φρανκφούρτη 1749 – Βαϊμάρη 1832). Γερμανός ποιητής. Γιος του αυτοκρατορικού συμβούλου Γιόχαν Κάσπαρ, ανθρώπου αυστηρού με ουμανιστικά ενδιαφέροντα, και της Καταρίνα Ελίζαμπετ Τέξτορ, σπούδασε νομικά στη Λειψία, όπου… … Dictionary of Greek
Codex Bezae — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 05 A sample of the Greek text from the Codex Bezae … Wikipedia
Δάντης — (Φλωρεντία 1265 – Ραβένα 1321). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Ιταλού ποιητή Ντάντε Αλιγκέρι (Dante Alighieri). Ο Δ. υπήρξε από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και συγκαταλέγεται ανάμεσα σε εκείνους τους… … Dictionary of Greek