Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

έρμαιο(ν)

  • 1 έρμαιο(ν)

    τό
    1) вещь, подбрасываемая или выбрасываемая волнами на берег; 2) перен. жертва; игрушка; добыча;

    έρμαιο(ν) των παθών του — жертва своих страстей;

    έρμαιο(ν) της τύχης — жертва судьбы;

    αφήνω έρμαιο(ν) της τύχης — бросить на произвол судьбы

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έρμαιο(ν)

  • 2 έρμαιο(ν)

    τό
    1) вещь, подбрасываемая или выбрасываемая волнами на берег; 2) перен. жертва; игрушка; добыча;

    έρμαιο(ν) των παθών του — жертва своих страстей;

    έρμαιο(ν) της τύχης — жертва судьбы;

    αφήνω έρμαιο(ν) της τύχης — бросить на произвол судьбы

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έρμαιο(ν)

  • 3 αφήνω

    (αόρ. άφηκα, αφήκα и άφησα, παθ. αόρ. αφέθηκα) μετ.
    1) выпускать, отпускать;

    αφήνω να πέσει κάτι — выпускать из рук, ронять;

    2) выпускать, отпускать, освобождать;

    αφήνω ελεύθερο — или αφήνω να βγεί — выпускать на свободу, освобождать;

    αφήνω κάποιον ελεύθερο — освобождать кого-л. (из тюрьмы и т. п.);

    άφησε τον καημό του να ξεσπάσει он дал выход своему горю;
    μην τον αφήσεις (να φύγει) не отпускай его, не разрешай ему уйти; 3) ставить, класть;

    αφήνω κάτω κάτι

    ставить на землю что-л.;

    αφήνω κάτι κάπου — класть что-л, на место;

    4) выпускать, упускать;

    αφήνω να μού ξεφύγει ( — или διαφύγει) κάτι — упустить что-л, из виду;

    μην αφήσεις την ευκαιρία не упускай случая;
    5) выпускать, испускать;

    αφήνω μιά φωνή — вскрикнуть;

    6) перен. пускать, позволять, разрешать;
    άφησε με να περάσω позволь мне пройти; 7) оставлять, покидать; расставаться (с кем-чем-л.); бросать (человека, дело и т. п.);

    αφήν τό πόστο μου — оставлять свой пост;

    άφησε το παιδί του στην κούνια δυό χρονών он расстался со своим ребёнком, когда тому было два года;

    αφήνω στην τύχη — или αφήνω ερμαιο της τύχης — бросить на произвол судьбы;

    αφήνω την γυναίκα μου — бросать жену;

    αφήν στο δρόμο — оставлять беззащитными, беспомощными;

    τό άφησε στη μέση он не довёл это до конца;

    αφήνω τό ζήτημα άλυτο — оставить вопрос нерешённым;

    τα χαράματα αφήσαμε το χωριό на рассвете мы покинули деревню;
    8) оставлять (кому-л. что-л.); τα 'φάγε όλα, τίποτε δεν άφησε а) он всё съел, ничего не оставил; б) он промотал, протратил всё без остатка;

    αφήνω σ'άνάμνηση — оставлять на память;

    9) оставлять, завещать;
    άφησε στα παιδιά του πολλά χρήματα он оставил своим детям много денег; 10) оставлять, доверять, поручать;

    αφήνω κάποιον στο πόδι μου — назначить кого-л. своим заместителем, оставить кого-л. своим заместителем, оставить кого-л. вместо себя;

    μου άφησε το παιδί του он мне оставил своего ребёнка;
    11) уступать в цене; продавать со скидкой; 12) оставить в стороне, обойти; δεξιά αφήσαμε το ποτάμι река осталась с правой стороны; 13) приносить, давать доход;

    τό μαγαζί δεν αφήνει τίποτε — магазин не приносит дохода;

    14) дать срок, время; отсрочить, отложить;
    άφησε με να σκεφθώ дай мне подумать; άφησε το γράψιμο γι' αργότερα отложи письмо на более позднее время; 15) бросать, переставать; отказываться (от чего-л.);

    αφήν τό πιοτό (τον καπνό) — бросать пить (курить);

    δεν τ' άφησ' ακόμα τα δικά του он ещё не отказался от своих привычек;
    αφήστε τ' αστεία бросьте шутить; шутки в сторону; 16) (в формулах прощания):

    σ' αφήν την καλή νυχτιά — уходя, желаю тебе доброй ночи;

    αφήνω γεια — я прощаюсь, до свидания;

    αφήνω γεια της φτώχειας — распрощаться с бедностью;

    § αφήνω τα γένεια μου — отпускать бороду;

    αφήνω πού... — не говоря о том, что...;

    αφήνω κάποιον στον τόπο — убить, уложить кого-л. на месте;

    αφήνω κατά μέρος ( — или στη μπάντα) — а) оставить в стороне; — б) отложить;

    αφήνω χρήματα στη μπάντα — откладывать, копить деньги;

    αφήνω στην ίδια τάξη — оставить на второй Год;

    αφήνω πίσω — оставить позади;

    αφήνω την εντύπωση — оставить впечатление;

    μ' αφήνει γεια το παντελόνι — брюки уже износились;

    ο πάππους μας άφησε χρόνους (или γεια) дедушка приказал долго жить;

    οπως διαβάζει αφήνει τα μισά — читая, он половину пропускает;

    αφησέ τό! оставь!, брось!;
    αφήστε τα! оставьте!, бросьте!; άφησε με ήσυχο или άφησε με, σε παρακαλώ оставь меня в покое; ας τ' αφήσουμε αυτά оставим это;

    δεν τον αφήνεις! — оставь его, не трогай его;

    αφήνομαι

    1) — доверяться (кому-л.), полагаться (на кого-л.);

    αφήνομαι σε σας — или αφήνομαι επάνω σας — я на вас полагаюсь;

    δεν πρέπει ν' αφήνεται κανείς στη λύπη — не нужно поддаваться горю;

    αφήνομαι στην απόφαση σας — я заранее согласен с вашим решением, поступайте по своему усмотрению;

    2) демобилизоваться

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αφήνω

  • 4 τύχη

    η
    1) судьба; участь, доля;

    η κακή μου τύχη — моя злая судьба;

    λέγω την τύχη — предсказывать судьбу, гадать;

    είναι της τύχης μου να... — мне выпало на долю..., мне суждено...;

    τής τύχης τα γραμμένα — предначертания судьбы, рок;

    τάφερε η τύχη — волею судьбы;

    ευχαριστώ την τύχη — благодарить судьбу;

    αφήνω στο έλεος ( — или έρμαιο) της τύχης ( — или στην τύχη του) — бросать на произвол судьбы;

    2) удача, счастье, везение;

    χαρά στην τύχη σου πού... — тебе посчастливилось или пусть тебе посчастливится;

    3) случай;

    κατά τύχη — или εκ τύχης — случайно;

    κατά καλή τύχη — по счастливой случайности;

    στην τύχη — наугад;

    τύχη αγαθήί — счастливо!, желаю успеха!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τύχη

См. также в других словарях:

  • έρμαιο — το (AM ἕρμαιον) μσν. νεοελλ. οτιδήποτε παρασύρεται χωρίς τη θέλησή του από κάποιον, το θύμα, το παίγνιο (α. «άνθρωπος έρμαιο τών παθών του» β. «πλοίο έρμαιο τών κυμάτων») νεοελλ. κάθε αδέσποτο αντικείμενο που φέρεται εδώ κι εκεί από τα κύματα ή… …   Dictionary of Greek

  • έρμαιο — το 1. κάθε αδέσποτο αντικείμενο που κινείται στη θάλασσα: Το σκάφος έμεινε έρμαιο των κυμάτων. 2. αυτός που παρασύρεται εύκολα από κάποιον ή από κάτι: Αυτός είναι έρμαιο των παθών του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • άθυρμα — το (Α ἄθυρμα) νεοελλ. 1. παιδικό παιχνίδι 2. αυτός που άγεται και φέρεται σαν παιχνίδι, άβουλο όργανο, ανδρείκελο, έρμαιο αρχ. 1. τέρψη, χαρά 2. στον πληθ. τὰ ἀθύρματα κοσμήματα, στολίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀθύρω «παίζω, διασκεδάζω»] …   Dictionary of Greek

  • αεροδέρνω — και ομαι 1. κλυδωνίζομαι από τον αέρα, παλεύω με τον άνεμο 2. είμαι έρμαιο αντίξοων περιστάσεων, ταλαιπωρούμαι, κατατρέχομαι …   Dictionary of Greek

  • εμπαροίνημα — ἐμπαροίνημα, το (AM) μσν. ενέργεια μεθυσμένου αρχ. έρμαιο στις ορέξεις μεθυσμένου …   Dictionary of Greek

  • ερμαϊκός — (I) ή, ό (AM Ἑρμαϊκός, ή, όν) [Ερμής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ερμή ή είναι όμοιος με τον Ερμή («ερμαϊκές στήλες» τετράγωνες λίθινες ή μαρμάρινες στήλες με την κεφαλή τού θεού Ερμή που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι ως οδοδείκτες) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ερμοκύλημα — το έρμαιο, παίγνιο («τών ανέμων ερμοκύλημα», Παλαμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρμος (< έρημος) + κύλημα (< κυλώ)] …   Dictionary of Greek

  • κλοτσοσκούφι — το 1. είδος παιχνιδιού κατά το οποίο οι παίκτες κλοτσούν έναν σκούφο 2. φρ. «έχει γίνει κλοτσοσκούφι» έχει καταντήσει έρμαιο τών άλλων και, γενικά, άτομο άβουλο που τό περιφρονούν όλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλότσος + σκουφί] …   Dictionary of Greek

  • λεπτίς — Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων στη βόρεια Αφρική. 1. Λ. Μάγκνα (Leptis Magna). Αρχαία πόλη στην Τριπολίτιδα. Ήταν χτισμένη κοντά στη θέση της σημερινής λιβυκής Λάμπντα αλ Κουμς. Ιδρύθηκε πιθανότατα από τους Φοίνικες, περίπου το 1000 π.Χ., ως… …   Dictionary of Greek

  • πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»