-
21 каротаж
(геофиз) η έρευνα στις γεωτρήσεις (μέσω γεωφυσικών μεθόδων)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > каротаж
-
22 микроисследование
η μικρή έρευνα, η μικρή εξέταση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > микроисследование
-
23 микрошлиф
η μικροτομήτο μικρό δείγμα (με λεία επιφάνεια) για χημική έρευνα/εξέτασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > микрошлиф
-
24 нефтеразведка
η έρευνα του πετρελαίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > нефтеразведка
-
25 обследование
1. (проверка) η επιθεώρηση, ο έλεγχος 2. (исследование) η έρευνα, η μελέτη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обследование
-
26 объект
1. (предмет, явление) το αντικείμενοнеопознанный летающий - (НЛО) άγνωστης ταυτότητας ιπτάμενο - (Α.Τ.Ι.Α)2. (промышленнаяединица) η εγκατάσταση, η μονάδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > объект
-
27 обыск
η έρευνα-ать ερευνώ, ψάχνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > обыск
-
28 поиск
η αναζήτηση, η έρευνα, η διερεύνηση - данных по таблице - των στοιχείων στον πίνακα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поиск
-
29 понятой
юр. о επίσημος μάρτυρας (σε έρευνα)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > понятой
-
30 прослушивание
1. (восприятие слухом) η ακρόαση 2. (обнаружение источника шума) η έρευνα, ο έλεγχος και η εύρεση της πηγής του θορύβου 3. (дела, музыкального произведения и т.п.) η ακρόαση 4. мед. η εξέταση διά της ακοής (π.χ. με στηθοσκόπιο) 5. (определение по звуку состояния чего-л.) о έλεγχος διά της ακοής (π.χ. της κατάστασης του μηχανισμού).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прослушивание
-
31 работа
1. (физический процесс, труд) η εργασί/α, η δουλειάарматурные - ы η εγκατάσταση/τοποθέτηση ενισχύσεωνбетонные - ы - ες σκυροδέματος, разг. τα μπετάземлечерпательные - ы - ες εκσκαφής/εκβάθυνσηςнаучно-исследовательская - η επιστημονική έρευνα/εργασίαпосменная - με/σε βάρδιεςрезная - τα γλυπτά, τα σκαλιστάуборочные - ы - ες συγκομιδής/θέρουςумственная - πνευματική -, διανοητική -2. (функционирование) η λειτουργίαη εργασίαбезотказная - άνευ αστοχιών/βλαβώνбесперебойная - συνεχής -, αδιάκοπη -- вразнос (о двигателе) παράφορη -, το σκορτσάρισμα (του κινητήρα)- конструкции η συμπεριφορά της κατασκευής, η διαγωγή της κατασκευήςнепрерывная - συνεχής -, αδιάλειπτη -периодическая - διαλείπουσα -, διακοπτόμενη -- с данными вчт. η επεξεργασία στοιχείων- σε φάση3. (готовое изделие, продукт труда) η δουλειά, το έργο, η εργασία*плохого качества - κακής ποιότητας работать 1. (применять свой труд, трудиться) εργάζομαι, δουλεύω2. (функцио-нировать) λειτουργώ, δουλεύω 3. (ο машинах и т.п.) λειτουργώ 4. (πο металлу, по дереву) δουλεύω/επεξεργάζομαι (το μέταλλο, το ξύλο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > работа
-
32 разработка
1. (проектно-конструктор-ская работа) η μελέτη, η εκπόνησηизыскательная - ερευνητική -, η έρευναконструкторская - η σχεδίαση, η μηχανολογική- технологического процесса - της τεχνολογικής διαδικασίας, τεχνολογική -2. (месторождений полезных ископаемых) горн. η εξόρυξη/εκμετάλλευση κοιτάσματοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разработка
-
33 расследование
1. (рассмотрение, исследование, изучение) η εξέταση, η έρευνα 2. (следствие) η ανάκριση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расследование
-
34 рекогносцировка
(геод.) η προκαταρκτική έρευνα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рекогносцировка
-
35 следствие
I.мат. η διαδρομή, η πορεία.II.юр. η ανάκριση, η έρευναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > следствие
-
36 шлиф
(геол.) η (μικρο)τομή για μικροσκοπική έρευνα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шлиф
-
37 дозиание
дозиа||ниес юр. ἡ ἀνάκριση [-ις], ἡ ἐξέταση [-ις], ἡ ἐρευνα:производить \дозиание κάνω ἀνάκριση. -
38 доследование
доследова||ниес юр. ἡ συμπληρωματική ἔρευνα, ἡ συμπληρωματική ἀνάκριση[-ις]. -
39 доследовать
доследова||тьсов и несов ἐρευνώ συμπληρωματικά, συμπληρώνω τήν Ερευνα, συμπληρώνω τήν ἀνάκριση. -
40 изыскание
изыскан||иес1. ἡ ἀναζήτηση [-ις], ἡ ἐρεύνηση [-ις], ἡ Ερευνά·2. геол. ἡ ἀνί-χνευση [-ις]:проводить \изысканиеия κάνω ἀνίχνευση μεταλλευμάτων.
См. также в других словарях:
ἐρεύνα — ἐρεύνᾱ , ἔρευνα inquiry fem nom/voc/acc dual ἐρεύνᾱ , ἐρευνάω seek pres imperat act 2nd sg ἐρεύνᾱ , ἐρευνάω seek imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔρευνα — inquiry fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρευνα — (Νομ.). Ανακριτική πράξη, η οποία κατά τον ΚΠΔ αποβλέπει στη βεβαίωση ενός κακουργήματος ή πλημμελήματος, στην ανακάλυψη των δραστών ή στη διαπίστωση και αποκατάσταση της ζημίας που προκάλεσε η διάπραξη ενός τέτοιου αδικήματος. Η έ. επιτρέπεται… … Dictionary of Greek
έρευνα — η 1. η πράξη του ερευνώ, αναζήτηση, αλλ. ψάξιμο: Σωματική έρευνα. 2. λεπτομερής μελέτη, εξέταση, αναζήτηση: Επιστημονική έρευνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐρευνᾷ — ἐρευνάω seek pres subj mp 2nd sg ἐρευνάω seek pres ind mp 2nd sg (epic) ἐρευνάω seek pres subj act 3rd sg ἐρευνάω seek pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεύνας — ἐρεύνᾱς , ἔρευνα inquiry fem acc pl ἐρεύνᾱς , ἔρευνα inquiry fem gen sg (doric aeolic) ἐρεύνᾱς , ἐρευνάω seek imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρευνᾶι — ἐρευνᾷ , ἐρευνάω seek pres subj mp 2nd sg ἐρευνᾷ , ἐρευνάω seek pres ind mp 2nd sg (epic) ἐρευνᾷ , ἐρευνάω seek pres subj act 3rd sg ἐρευνᾷ , ἐρευνάω seek pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρευνάσας — ἐρευνά̱σᾱς , ἐρευνάω seek pres part act fem acc pl (doric) ἐρευνά̱σᾱς , ἐρευνάω seek pres part act fem gen sg (doric) ἐρευνά̱σᾱς , ἐρευνάω seek aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρευνάσει — ἐρευνά̱σει , ἐρευνάω seek aor subj act 3rd sg (epic doric aeolic) ἐρευνά̱σει , ἐρευνάω seek fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἐρευνά̱σει , ἐρευνάω seek fut ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρευνᾶν — ἔρευνα inquiry fem gen pl (doric aeolic) ἐρευνάω seek pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἐρευνάω seek pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἐρευνάω seek pres part act masc nom sg (doric aeolic) ἐρευνᾶ̱ν , ἐρευνάω seek pres inf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεύναν — ἐρεύνᾱν , ἐρευνάω seek imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐρεύνᾱν , ἐρευνάω seek imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)