-
1 остроумный
остроумный (о человеке) έξυπνος, ευφυής· ευφυολόγος, οξύνους* * *( о человеке) έξυπνος, ευφυής; ευφυολόγος, οξύνους -
2 толковый
толковый 1) (разумный) γνωστικός, έξυπνος; κατανοητός (понятный ) 2) (о словаре) ερμηνευτικός; \толковый словарь το ερμηνευτικό λεξικό* * *2) ( о словаре) ερμηνευτικόςтолко́вый слова́рь — το ερμηνευτικό λεξικό
-
3 умный
умный έξυπνος, μυαλωμένος (рассудительный)' γνωστικός (благоразумный)' λογικός (толковый)* * *έξυπνος, μυαλωμένος ( рассудительный); γνωστικός ( благоразумный); λογικός ( толковый) -
4 неглупый
неглупыйприл Εξυπνος, ὄχι κουτός:\неглупый человек ἐξυπνος ἀνθρωπος· \неглупый ответ ἡ Εξυπνη ἀπάντηση. -
5 толковый
толков||ыйприл Εξυπνος, γνωστικός, κατανοητός:\толковыйое объяснение ἡ λογική ἐξήγηση· \толковыйый человек Εξυπνος ἄνθρωπος· ◊ \толковыйый словарь τό ἐρμηνευτικό λεξικό. -
6 хитрый
хитр||ыйприл1. πονηρός, πανοῦργος, κατεργάρης·2. (изобретательный, искусный) ἐξυπνος, ἐπιδέξιος·3. (замысловатый) разг ἔξυπνος:\хитрыйое устройство τό μηχάνημα. -
7 далёкий
επ., βρ: -лек, -лека, -леко και -лёко, πλθ. далеки, κ. далеки; дальше.1. μακρινός, αλαργινός, απώτερος•далёкий путь μακρινός δρόμος•
-ие страны μακρινές χώρες•
-ое будущее απώτερο μέλλον•
-ое прошлое μακρινό παρελθόν•
далёкий мой друг! μακρινέ μου φίλε! (πού ζει μακριά).
2. ξένος, άσχετος, αδιάφορος•он далек от наших интересов είναι ξένος προς τα συμφέροντα μας•
ваши слова -и от истины τα λόγια σας απέχουν πολύ από την αλήθεια•
они -ие друг гругу люди αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν τίποτε το κοινό μεταξύ τους ή είναι ξένοι ο ένας προς τον άλλον•
я -лек от подозрения δεν υποψιάζομαι καθόλου•
я -лек от мысли... δε σκέφτομαι καθόλου....
3. (με άρνηση)• έξυπνος, ευφυής, νοητικός•он не очень далёкий человек δεν είναι και τόσο έξυπνος άνθρωπος, δεν του κόβει και τόσο πολύ.
-
8 неглупый
επ., βρ: -глуп, -а, -оόχι κουτός• έξυπνος• λογικός, μυαλωμένος•неглупый человек έξυπνος άνθρωπος•
неглупый ответ έξυπνη απάντηση•
неглупый совет λογική συμβουλή.
-
9 гусь
гус||ьм ὁ χήνος, ἡ χήνα, ὁ ἡ χήν ◊ хорош \гусь разг ирон. καλός εἶναι τούτος, μωρέ ἐξυπνος· как с \гусья вода по-гоз. Ξί σάν νά μή συνέβη τίποτε. -
10 перехитрить
перехитритьсов (кого-л.) φαίνομαι πιό πονηρός, βγαίνω πιό ἐξυπνος ἀπό κάποιον, βάζω τά γυαλιά σέ κάποιον. -
11 понятливый
понятлив||ыйприл πού ἔχει ἀντίληψη, νοήμων, ἐξυπνος:\понятливыйый ребенок ἐξυπνο παιδί. -
12 редкость
редкостьж1. ἡ σπανιότητα [-ης]·2. (редкая вещь) τό σπάνιο[ν] πράγμα· ◊ на \редкость ἐξαιρετικά [-ώς]· на \редкость умный человек ἐξαιρετικά ἐξυπνος ἀνθρωπος. -
13 сметливый
сметли́в||ыйприл ἐξυπνος, καπάτσος, ἐπιτήδειος. -
14 смышленый
смышленыйприл Εξυπνος, μέ ἀντίληψη. -
15 сообразительностьый
сообразительность||ыйприл ἔξυπνος, ὀξύνους, ἀγχίνους:\сообразительностьыйый ребенок παίδί μέ ἀντίληψη. -
16 умник
умник м, умиица м, ж разг ὁ Εξυπνος (о мужчине)! ἡ ἐξυπνη (о женщине):он большой умница εἶναι πολύ ίξυπνος· будь умницей νά είσαι φρόνιμος. -
17 умный
у́мн||ыйприл ἐξυπνος, εὐφυής/ γνωστικός, λογικός (рассудительный):\умный поступок ἡ λογική πράξη· \умныйые глаза τά Εξυπνα μάτια. -
18 хитроумный
хитроумныйприл1. πανούργος, πονηρός·2. (замысловатый, мудреный) ἐξυπνος. -
19 человек
человекм ὁ ἄνθρωπος / τό πρόσωπο[ν], τό ἄτομο[ν] (лицо):рослый \человек ὁ μεγαλόσωμος· молодой \человек а) ὁ νέος, ὁ νεανίας, б) (в обращении) νεαρέ· настоящий \человек ὁ πραγματικός ἀνθρωπος· деловой \человек ἄνθρωπος τῶν ὑποθέσεων выдающийся \человек ὁ διακεκριμένος ἄνθρωπος· жалкий \человек ὁ μίζερος· ничтожный \человек ὁ τιποτένιος ἄνθρωπος· он \человек большого ума, он очень у́мный \человек εἶναι πολύ Εξυπνος ἄνθρωπος· он \человек ученый εἶναι πολύ μορφωμένος ἄνθρωπος· что это за \человек? τ£ ἄνθρωπος εἶναι;, τί καπνό φουμάρει;, ποδθε βαστάει ἡ σκούφια του;· \человек из народа ἄνθρωπος τοῦ λαοῦ· все до одного́ \человека ὅλοι ἀνεξαιρέτως. -
20 шустрый
шустрыйприл разг ἐξυπνος, ζωηρός, ἀτσίδας.
См. также в других словарях:
ἔξυπνος — awakened out of sleep masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έξυπνος — η, ο επίρρ. α και ξυπνός, ή, ό και ξύπνιος, ια, ιο επίρρ. ια 1. που έχει σηκωθεί από τον ύπνο, που δεν κοιμάται, ξυπνητός: Ύστερ από το ξενύχτι, παραδέρνω έξυπνος ακόμα (Κ. Παλαμάς). – Έξυπνος κι ονειρεύεται (Α. Βαλαωρίτης). 2. μτφ., ευφυής, που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έξυπνος — η, ο (AM ἔξυπνος, ον) [ύπνος] ξύπνιος, αυτός που έχει σηκωθεί από τον ύπνο ή δεν έχει κοιμηθεί ακόμη μσν. νεοελλ. 1. άγρυπνος, σε εγρήγορση, προσεκτικός 2. ο ευφυής, αυτός που βρίσκεται σε πνευματική εγρήγορση και έχει ταχεία αντίληψη … Dictionary of Greek
ἔξυπνον — ἔξυπνος awakened out of sleep masc/fem acc sg ἔξυπνος awakened out of sleep neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔξυπνοι — ἔξυπνος awakened out of sleep masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστείος — α, ο (AM ἀστεῖος, α, ον και ος, ον) 1. (για λόγο) ο έξυπνος, ο ευτράπελος 2. (για πρόσ.) ο ευχάριστος, ο ευφυολόγος νεοελλ. 1. ο μηδαμινός, ο ασήμαντος («αστείο κέρδος») 2. το ουδ. ως ουσ. το ευφυολόγημα, το χωρατό, η εξυπνάδα αρχ. 1. ο… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… … Dictionary of Greek
πανέξυπνος — η, ο πολύ έξυπνος, εξυπνότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + έξυπνος] … Dictionary of Greek
εξυπνάδα — η 1. το να είναι κάποιος έξυπνος, η ευφυΐα, η νοημοσύνη. 2. πονηριά, κατεργαριά, πανουργία. 3. έξυπνος αστεϊσμός ή έξυπνη ενέργεια: Έλεγε πολλές εξυπνάδες· ήταν σε φόρμα. 4. (ιδίως στον πληθ., εξυπνάδες), άνοστοι αστεϊσμοί, ανοησίες, χαζομάρες:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)