Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

έξαψη

  • 1 εξάψη

    ἐξάψηι, ἔξαψις
    fastening: fem dat sg (epic)
    ἐξάπτω
    fasten from: aor subj mid 2nd sg
    ἐξάπτω
    fasten from: aor subj act 3rd sg
    ἐξάπτω
    fasten from: fut ind mid 2nd sg
    ἐξά̱ψῃ, ἐξάπτω
    fasten from: futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
    ἐξά̱ψῃ, ἐξάπτω
    fasten from: futperf ind mid 2nd sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > εξάψη

  • 2 ἐξάψῃ

    ἐξάψηι, ἔξαψις
    fastening: fem dat sg (epic)
    ἐξάπτω
    fasten from: aor subj mid 2nd sg
    ἐξάπτω
    fasten from: aor subj act 3rd sg
    ἐξάπτω
    fasten from: fut ind mid 2nd sg
    ἐξά̱ψῃ, ἐξάπτω
    fasten from: futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
    ἐξά̱ψῃ, ἐξάπτω
    fasten from: futperf ind mid 2nd sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ἐξάψῃ

  • 3 έξαψη

    [-ις (-εως)] η
    1) разжигание, возбуждение;

    έξαψη των παθών (τού μίσους) — разжигание страстей (ненависти);

    2) гнев; раздражение, негодование;
    εν εξάψει в пылу раздражения;

    στην έξαψη τού θυμού μου — в пылу гнева;

    έχω εξάψεις у меня кровь приливает к лицу от гнева;
    3) лихорадка, возбуждение, волнение;

    κατάσταση έξαψης — лихорадочное состояние;

    4) вспышка;

    έξαψη πάθους — вспышка страсти;

    έξαψη του πυρετού — жар; — лихорадка;

    5) мед. прилив крови (к лицу)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έξαψη

  • 4 έξαψη

    [эксапси]
    ουσ θ возбуждение, волнение.

    Эллино-русский словарь > έξαψη

См. также в других словарях:

  • έξαψη — η (AM ἔξαψις) [εξάπτω] 1. θέρμανση, καύση («τυρὸς σιτίων ἔξαψιν ποιήσει», Ιπποκρ.) 2. ένταση, διέγερση, αγανάκτηση («έξαψη τών παθών») νεοελλ. ιατρ. αίσθημα θερμότητας στο πρόσωπο που έρχεται απότομα και παροδικά και συνοδεύεται από ερυθρότητα… …   Dictionary of Greek

  • έξαψη — η 1. θέρμανση, άναμμα και μτφ., διέγερση των ψυχικών λειτουργιών, παραφορά, κόρωμα, ξέσπασμα οργής. 2. (ιατρ.), παροδικό αίσθημα θερμότητας στο πρόσωπο, που συνοδεύεται με κοκκίνισμα, εξαιτίας κυκλοφοριακής ανωμαλίας από σωματικά ή ψυχολογικά… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξάψῃ — ἐξάψηι , ἔξαψις fastening fem dat sg (epic) ἐξάπτω fasten from aor subj mid 2nd sg ἐξάπτω fasten from aor subj act 3rd sg ἐξάπτω fasten from fut ind mid 2nd sg ἐξά̱ψῃ , ἐξάπτω fasten from futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἐξά̱ψῃ , ἐξάπτω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διέγερση — H πράξη και το αποτέλεσμα του διεγείρω· η παρόρμηση, η τόνωση, η έξαψη, η παρόξυνση. (Φυσ.) Διαδικασία κατά την οποία ένα ηλεκτρόνιο, συνδεδεμένο με ένα άτομο, αποκτά αρκετή ενέργεια για να μετακινηθεί από μία χαμηλότερη σε μία υψηλότερη τροχιά,… …   Dictionary of Greek

  • εξαπτικός — ἐξαπτικός, ή, όν (Μ) [έξαψη] αυτός που επιφέρει έξαψη …   Dictionary of Greek

  • παροξυσμός — ο, ΝΜΑ [παροξύνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παροξύνω, ερεθισμός, έξαψη, παρόργιση 2. ιατρ. οξεία και απότομη επιδείνωση μιας νοσηρής καταστάσεως με επίταση τών συμπτωμάτων νεοελλ. 1. ιατρ. νευρική εκδήλωση μικρής διάρκειας που επέρχεται …   Dictionary of Greek

  • άναμμα — το (Α ἄναμμα) [ἀνάπτω] νεοελλ. 1. το να ανάβει κανείς, να βάζει φωτιά, η ανάφλεξη 2. παροχή ρεύματος σε ηλεκτρική συσκευή ή λαμπτήρα 3. υψηλή θερμοκρασία, υπερβολική ζέστη 4. πυρετός 5. ο ανώτατος βαθμός μιας καταστάσεως, η ένταση 6. σεξουαλική… …   Dictionary of Greek

  • άναψη — η (Α ἄναψις) νεοελλ. η έξαψη, φλόγωση αρχ. άναμμα, αναζωπύρηση 2. επιτολή, εμφάνιση αστέρων …   Dictionary of Greek

  • έκσταση — Στη γενικότερη σημασία του ο όρος έ. υποδηλώνει μία κατάσταση διανοητικής απομόνωσης, φυγής από τον ομαλό ψυχικό χώρο του ατόμου, το οποίο απορροφάται από μία και μόνη ιδέα ή από μία ιδιαίτερη συγκίνηση. Μπορεί συνεπώς να ονομαστεί έ. και η έ.… …   Dictionary of Greek

  • ανάβρασμα — το [αναβράζω] 1. βρασμός, βράση 2. ερεθισμός, έξαψη 3. ο παφλασμός που προέρχεται από την πτώση αντικειμένου σε υγρή επιφάνεια …   Dictionary of Greek

  • ανάβω — Ι (μτβ.) 1. πυροδοτώ, βάζω φωτιά 2. διοχετεύω ρεύμα σε ηλεκτρική μηχανή ή λαμπτήρα 3. εξοργίζω, ερεθίζω 4. υποκινώ τις ορμές κάποιου, προκαλώ τις σαρκικές επιθυμίες του 5. προκαλώ σύγχυση, συμφορά 6. χτυπώ, χαστουκίζω «τού τήν άναψε στα μούτρα» 7 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»