Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

έντασης

  • 41 cross intensity function

    French\ \ fonction d'intensité croisée
    German\ \ Kreuzintensitätsfunktion
    Dutch\ \ kruisintensiteitsfunctie; kruisintensiteitsfunctie van Cox-Lewis
    Italian\ \ funzione di intensità incrociata
    Spanish\ \ función de intensidad cruzada
    Catalan\ \ funció d'intensitat creuada
    Portuguese\ \ função de intensidade cruzada
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ tværs intensitet funktion
    Norwegian\ \ krysse intensiteten funksjon
    Swedish\ \ kors intensitet funktion
    Greek\ \ πολλαπλής λειτουργίας της έντασης
    Finnish\ \ ristivoimakkuusfunktio
    Hungarian\ \ kereszt intenzítás függvény
    Turkish\ \ çapraz yoğunluk fonksiyonu
    Estonian\ \ rist-intensiivsusfunktsioon
    Lithuanian\ \ kryžminė intensyvumo funkcija
    Slovenian\ \ križ intenzivnost funkcijo
    Polish\ \ mieszana funkcja intensywności
    Ukrainian\ \ -
    Serbian\ \ -
    Icelandic\ \ kross styrkleiki virka
    Euskara\ \ gurutze intentsitatea funtzioa
    Farsi\ \ -
    Persian-Farsi\ \ -
    Arabic\ \ دالة الوطأة المتقاطعة(الشدة)
    Afrikaans\ \ kruisintensiteitsfunksie
    Chinese\ \ 交 叉 强 度 函 数
    Korean\ \ 교차강도함수

    Statistical terms > cross intensity function

  • 42 intensity function

    French\ \ fonction d'intensité
    German\ \ Intensitätsfunktion
    Dutch\ \ leeftijdsspecifieke sterftekans als functie van de leeftijd
    Italian\ \ funzione di intensità
    Spanish\ \ función de intensidad
    Catalan\ \ funció d'intensitat
    Portuguese\ \ função de intensidade
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ intensitetsfunktion
    Norwegian\ \ intensitet funksjon
    Swedish\ \ intensitetsfunktion
    Greek\ \ συνάρτηση έντασης
    Finnish\ \ intensiteettifunktio
    Hungarian\ \ intenzitás függvény
    Turkish\ \ yoğunluk işlevi; yoğunluk fonksiyonu
    Estonian\ \ intensiivsusfunktsioon
    Lithuanian\ \ intensyvumo funkcija
    Slovenian\ \ -
    Polish\ \ funkcja intensywności
    Ukrainian\ \ функція інтенсивності
    Serbian\ \ функција интензитета
    Icelandic\ \ styrkleiki virka
    Euskara\ \ intentsitatea funtzioa
    Farsi\ \ tabe-e shedd t
    Persian-Farsi\ \ -
    Arabic\ \ دالة الوطاه (الشدة)
    Afrikaans\ \ intensiteitsfunksie
    Chinese\ \ 强 度 函 数
    Korean\ \ 강도함수

    Statistical terms > intensity function

  • 43 вз...

    взо..., взъ... κ. вс... πρόθεμα που σημαίνει:
    1. κίνηση προς τα πάνω: взлететь.
    2. ένταση, δύναμη της ενέργειας που εμφανίστηκε, γρήγορη εξέλιξη μιας κατάστασης: взалкать, взбухнуть, взвыть, взмолиться.
    3. ολοκλήρωση της ενέργειας, της έντασης: взбесить, взболтать.

    Большой русско-греческий словарь > вз...

  • 44 лёгкий

    επ., βρ: лёгок, легка, легко, легки κ. легки; легче, легчайший.
    1. ελαφρός•

    лёгкий чемодан ελαφρά βαλίτσα•

    лёгкий как перо ελαφρός σαν φτερό.

    || εύπεπτος•

    -ая пища ελαφρά τροφή.

    2. άνετος, ελεύθερος•

    -ая походка ελαφρό βάδισμα.

    3. εύκολος•

    лёгкий урок εύκολο μάθημα•

    -ая работа εύκολη δουλειά•

    -ие роды εύκολη γέννα.

    4. αδύνατος, ασήμαντος•

    лёгкий мороз ελαφρύ κρύο•

    лёгкий ветерок ελαφρό αεράκι•

    лёгкий туман αραιά ομίχλη.

    || λεπτός•

    -ая улыбка ελαφρό χαμόγελο.

    || μικρής έντασης, αδύνατος•

    -сон ελαφρός ύπνος.

    || μη δραστικός•

    -ое вино ελαφρό κρασί•

    лёгкий табак ελαφρός καπνός.

    || ακίνδυνος, μη σοβαρός•

    -ая простуда ελαφρό κρυολόγημα.

    5. επιφανειακός, επιπόλαιος, αβαθής, αναξιόλογος.
    6. βολικός, καλόβουλος•

    лёгкий человек βολικός άνθρωπος.

    7. μικρός, ευκίνητος•

    -ая артиллерия ελαφρό πυροβολικό•

    -ая кавалерия ελαφρό ιππικό.

    εκφρ.
    -ая промышленность ή индустрия – ελαφρά βιομηχανία•
    с -ой руки чьей – με το τυχερό χέρι κάποιου•
    - ая руки – ελαφρό χέρι (τυχερό)•
    лёгок (лёгкий) на ногу (ноги) – αλαφροπόδαρος (ακούραστος)•
    лёгок на помине – κατά φωνή κι ο γάιδαρος ή συν τη φωνή και ο Λάζαρος•
    -ое ή -о ли дело – (απλ.) δεν είναι παίξε-γέλασε•
    с -им паром – με υγεία σου (ευχή στον εξερχόμενο από το λουτρό του)•
    с -им сердцем – χωρίς πολύ σκέψη, άφοβα, με καθαρή την καρδιά ή τη συνεί-ση•
    женщина -го поведения – γυναίκα ελευθέρων ηθών (επιλήψημης διαγωγής).

    Большой русско-греческий словарь > лёгкий

  • 45 на...

    πρόθεμα
    I.
    Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. κατεύθυνση της ενέργειας στην επιφάνεια του αντικείμενου: α) σύγκρουση, επαφή με το αντικείμενο: наткнуться на камень προσκρούω στην πέτρα, β) επίθεση, τοποθέτηση στο αντικείμενο, στην επιφάνεια του αντικειμένου: наклеить на стену επικολλώ στον τοίχο•

    нашить (на платье) επιρράπτω (στο φόρεμα).

    2. πραγματοποίηση ενέργειας στην επιφάνεια του αντικειμένου ή σχηματισμός στην επιφάνεια: налипнуть, намрзнуть, насохнуть βλ. ρ.
    3. πλήρη επάρκεια ενέργειας: α) επέκταση της ενέργειας σε ακαθόριστο πλήθος αντικειμένων: набрать (ягод) μαζεύω (καρπούς)•

    настирать (белья) πλύνω (ρούχα). β) μέχρι το κανονικό ή το καθορισμένο, όριο: нарастить темпы αυξαίνω τους ρυθμούς. γ) γέμισμα με κάτι: набить погреб γεμίζω το υπόγειο•

    накачать шину φουσκώνω το λάστιχο τροχού. δ) ολοκλήρωση της ενέργειας επιμελημένη εκτέλεση: нагладитъ, намыть, начистить βλ. ρ. παρακάτω, ε) (με το μόριο -(ся) εκτελώ αρκετά, ικανοποιήθηκα: нагуляться, насидеться.

    4. (μόνο από θέμα ρ.δ. και με επιθέματα: -ива, -ыва, -ва τα οποία προσδίνουν στα ρ. σημασία μακράς διαρκείας)• σημαίνει μείωση έντασης της ενέργειας ή σημαντική δύναμη αυτής παραδείγ. χάρη: наигрывать, напевать, насвистывать.
    II.
    Σχηματίζει ρ.σ. μερικών ρημάτων: набальзамировать, напечатать, написать.
    III.
    Σχηματίζει επ. και ουσ. με σημ. ύπαρξης επί της επιφάνειας και αντιστοιχεί με το ελληνικό πρόθεμα «επί»: нагрудный, настольный, настенный, нарукавник, наколенник.
    IV.
    Σχηματίζει επιρ. με σημ. υπερθετικού β. ως εξής: крепко-накрепко, строго-настрого.

    Большой русско-греческий словарь > на...

  • 46 напряжённость

    θ.
    ένταση, εντατικότη-τα•

    напряжённость внимания ένταση της προσοχής•

    напряжённость труда εντατικότητα της δουλειάς•

    ослабление -и в международных отношениях ύφεση της έντασης στις διεθνείς σχέσεις.

    Большой русско-греческий словарь > напряжённость

  • 47 ослабление

    ουδ.
    εξασθένιση, αδυνάτισμα•

    ослабление организма εξασθένιση του οργανισμού.

    || μείωση, ελάττωση, λιγόστεμα. || ξέσφι,γμα. || μτφ. χαλάρωση•

    ослабление дисциплины χαλάρωση της πειθαρχίας•

    -международной напряжнности χαλάρωση (ύφεση) της διεθνούς έντασης.

    Большой русско-греческий словарь > ослабление

  • 48 по...

    πρόθεμα
    I
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. απόκτηση ιδιότητας ή ποιότητας σε μεγάλο ή μικρό βαθμό: побелеть, повзрослеть, подешеветь, покраснеть κλπ.
    2. περιαγωγή της ενέργειας ως το αποτέλεσμα: побрить, погибнуть, посеять.
    3. ενέργεια εκτελούμενη μια φορά: поблагодарить, поглядеть, попросить κλπ.
    4. ενέργεια περιορισμένης διάρκειας: побегать, поговорить, поработать, посидеть κλπ.
    5. αρχή της ενέργειας: побежать, повеять, погнать.
    6. (μόνο από ρ.δ. με επιθέματα «-ыва-» «-ива-» κ. «-ва-») ενέργεια ακαθόριστης διάρκειας ή επανάλειψης: поглядывать, похаживать, почитывать.
    7. ενέργεια μειωμένης έντασης• μικρής ισχύος, επιφανειακού χαρακτήρα: позолотить, помазать, попудрить.
    8. επέκταση της ενέργειας σε όλα ή μερικά αντικείμενα: попадать, помёрзнуть, попрятать.
    9. βαθμιαία ενέργεια: попривыкнуть, понабросать κλπ.. || σχηματίζει ρ.σ. όπως: подарить, пожелать, познакомиться, понравиться, поцеловаться
    II
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό επιθέτων με σημασία:
    1. κατοπινή της σημασίας της ρίζας του επιθέτου: пореформенный, посмертный.
    2. αντιστοιχία της σημασίας της ρίζας και του προθέματος: посильный, поземельный.
    3. αναφερόμενη για το καθένα από τα αντικείμενα, που υποδείχνει η ρίζα.
    Κατά το σχηματισμό του συγκριτικού βαθμού των επιθέτων και επιρρημάτων μειώνει τη σημασία αυτών: поменьше, помоложе, постарше.
    IV
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό επιθέτων και ουσιαστικών με σημ. εγγύτητας ή κατά μήκος: поволжский, пограничный, побережье, подорожник.
    V
    Σε συνδυασμό με επίθετα σχηματίζει επιρρήματα τροπικά: по-новому, по-прежнему, по-русски, по-гречески.
    VI
    Σε συνδυασμό με κτητικές αντωνυμίες σχηματίζει επιρρήματα με σημασία αντιστιχούσα με τη γνώμη ή επιθυμία (κάποιου)•

    по-моему, по-твоему, по-своему κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > по...

  • 49 разрядка

    θ.
    1. βλ. разряд 2
    2. μτφ. εκτόνωση, ύφεση•

    разрядка напряжнности международной обстановки ύφεση της έντασης της διεθνούς κατάστασης.

    3. αραίωση των γρα,μμάτων των λέξεων.

    Большой русско-греческий словарь > разрядка

  • 50 силовой

    επ.
    1. (ηλεκτρ.) μεγάλης ισχύος (ή υψηλής τάσης, έντασης).
    2. δυναμικός.

    Большой русско-греческий словарь > силовой

  • 51 слабина

    -ы, πλθ. -бины θ.
    1. αδυνάτισμα, χαλάρωση της έντασης.
    2. σημείο αδύνατο.
    εκφρ.
    выбрать -у – τεντώνω γερά, τεζάρω (ιστιόπανο, συρματόσχοινο κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > слабина

  • 52 смертный

    επ., βρ: -тен, -тна, -о.
    1. επιθανάτιος• νεκρικός•

    смертный час η ώρα του θανάτου•

    -одр νεκρική κλίνη•

    смертный саван νεκροσέντονο,.το σάβανο.

    2. επ. κ. ουσ. θνητός.
    3. θανατικός•

    -приговор θανατική καταδίκη•

    -ая казнь θανατική εκτέλεση.

    || φονικός•

    смертный бой φονική μάχη.

    4. σφοδρός, μεγάλης έντασης, φοβερός• αφόρητος• ανυπόφορος•

    -ая скука φοβερή μελαγχολία•

    -ая тоска θανάσιμη θλίψη•

    смертный враг θανάσιμος εχθρός•

    εκφρ.
    смертный грех – θανάσιμο αμάρτημα•
    - ая клятва – όρκος θανάτου.

    Большой русско-греческий словарь > смертный

  • 53 смягчение

    ουδ.
    1. μαλάκωμα, μαλάκυνση, απάλυνση.
    2. μτφ. καταπράϋνση, κατευνασμός.
    3. μείωση, ελάττωση• μετρίαση. || εξασθένιση, αδυνάτισμα. || μτφ. ύφεση•

    смягчение международной напряжнности ύφεση της διεθνούς έντασης.

    4. μαλάκυνση της προφοράς των συμφώνων.

    Большой русско-греческий словарь > смягчение

См. также в других словарях:

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

  • φωτομετρία — Κλάδος της οπτικής, που έχει ως αντικείμενο τη μέτρηση της ποσότητας φωτεινής ενέργειας που εκπέμπει μια πηγή ή δέχεται μια επιφάνεια. Στις φωτομετρικές μετρήσεις, οι οποίες εκτελούνται με οπτική σύγκριση της φωτεινότητας από διαφορετικές πηγές,… …   Dictionary of Greek

  • ρεύμα ηλεκτρικό — Η τακτική κίνηση των ηλεκτρικών φορτίων, τόσο στα υλικά μέσα όσο και στο κενό, η οποία παράγεται όταν μεταξύ δύο σημείων του υλικού μέσου ή του χώρου μέσα στον οποίο εμφανίζεται το φαινόμενο, έχει εφαρμοστεί ένα ηλεκτρικό πεδίο. Τα φορτία που… …   Dictionary of Greek

  • κοσμικές ακτίνες — Σωματιδιακή ακτινοβολία που προέρχεται από τους κοσμικούς χώρους και καταλήγει σταθερά πάνω στην επιφάνεια της Γης. Τα ατομικά ή υποατομικά σωματίδια που αποτελούν τις κ.α. διαθέτουν πολύ υψηλές ενέργειες. Ενδεικτικό είναι ότι τα πρωτόνια,… …   Dictionary of Greek

  • ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το …   Dictionary of Greek

  • αυτεπαγωγή — Φαινόμενο κατά το οποίο εμφανίζεται ηλεκτρεγερτική δύναμη επαγωγής, στα άκρα ενός κυκλώματος, όταν μεταβάλλεται η ένταση του ρεύματος που διαρρέει το κύκλωμα. Κάθε αγωγός που διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα σχηματίζει γύρω από αυτόν μαγνητικό… …   Dictionary of Greek

  • ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… …   Dictionary of Greek

  • εξασθένηση — (Φυσ.). Η προοδευτική ελάττωση της έντασης ενός φυσικού μεγέθους στον χώρο (π.χ. της έντασης του ήχου, της έντασης της ακτινοβολίας κλπ.). Κάθε μορφή ακτινοβολίας, όταν διέρχεται μέσα από ένα υλικό, παρουσιάζει μετά την έξοδό της από αυτό… …   Dictionary of Greek

  • μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… …   Dictionary of Greek

  • σεισμός — Κατάσταση σφοδρής και ταχύτατης δόνησης μεγάλων ή μικρών τμημάτων του φλοιού της Γης, που προέρχεται από ενδογενή αίτια. Όταν σε μια ζώνη του εσωτερικού της Γης συμβεί μια απρόβλεπτη διατάραξη της ισοστατικής ισορροπίας των μαζών, με σύγχρονη… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»