-
1 ενταλμα
-
2 έντάλμα
-
3 ἔνταλμα
{сущ., 3}указание, предписание, заповедь, наставление (Мф. 15:9; Мк. 7:7; Кол. 2:22).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἔνταλμα
-
4 ένταλμα
{сущ., 3}указание, предписание, заповедь, наставление (Мф. 15:9; Мк. 7:7; Кол. 2:22).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ένταλμα
-
5 ἔνταλμα
указание, предписание, заповедь, наставление.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἔνταλμα
-
6 ένταλμα
[эндалма] ουσ ο приказ, ордер. -
7 εκδίδω
(αόρ. εξέδωκα и εξέδωσα) μετ.1) выдавать (документы и т. п.);εκδίδ πιστοποιητικό (διαβατήριο, εισιτήρια) — выдавить удостоверение (паспорт, билеты);
εκδίδω γραμμάτιο — выдавать вексель;
εκδίδω ένταλμα συλλήψεως — выдавать ордер на арест;
2) выдавать (сообщников и т. п.);εκδίδ εγκληματία — выдавать преступника;
3) выпускать;εκδίδω χαρτονόμισμα (μετοχές) — выпускать деньги (акции);
εκδίδω δάνειον (λαχείον) — выпускать заём (лотерею);
4) издавать, выпускать, публиковать;εκδίδω βιβλίο (εφημερίδα) — издавать книгу (газету);
5) выносить (решение);§ εκδίδω εις γάμον — выдавать замуж;
εκδίδομαι — заниматься проституцией
-
8 προσαγωγή
η1) приведение, введение; 2) перен. приведение, представление (доказательств и т. п.); 3) юр. привлечение;ένταλμα βιαίας προσαγωγής — привод;
§ εκ προσαγωγης — постепенно
-
9 σύλληψη
-
10 1778
{сущ., 3}указание, предписание, заповедь, наставление (Мф. 15:9; Мк. 7:7; Кол. 2:22).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1778
См. также в других словарях:
ἔνταλμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένταλμα — το (AM ἔνταλμα) εντολή, διαταγή («διδάσκοντες ἐντάλματα ἀνθρώπων καὶ διδασκαλίας», ΠΔ) μσν. νεοελλ. έγγραφη άδεια ή εντολή επίσημης αρχής νεοελλ. 1. έγγραφη εντολή αρμόδιας δικαστικής ή ανακριτικής αρχής με την οποία διατάσσεται η σύλληψη… … Dictionary of Greek
ένταλμα — το, ατος 1. εντολή, διαταγή, παραγγελία. 2. έγγραφο με το οποίο μια αρχή διατάζει την εκτέλεση ορισμένης εντολής: Ένταλμα πληρωμής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ένταλμα σύλληψης — Τμήμα των εγγυήσεων υπέρ της προσωπικής ασφαλείας, σύμφωνα με το οποίο, εκτός από τις περιπτώσεις του αυτόφωρου αδικήματος, για τη σύλληψη ενός προσώπου απαιτείται η επέμβαση της δικαστικής αρχής. Βούλευμα δικαστικού συμβουλίου ή έ.σ. που εκδίδει … Dictionary of Greek
ἐνταλμάτων — ἔνταλμα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντάλμασι — ἔνταλμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντάλμασιν — ἔνταλμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντάλματα — ἔνταλμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντάλματι — ἔνταλμα neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντάλματος — ἔνταλμα neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτόφωρο — Α. χαρακτηρίζεται ένα έγκλημα όταν «είναι εν τω πράττεσθαι ή διεπράχθη προσφάτως», όταν δηλαδή γίνεται αντιληπτό κατά την εκτέλεσή του ή αργότερα, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Το α. έγκλημα ενέχει μεγάλη σπουδαιότητα και από την άποψη του… … Dictionary of Greek