-
1 ενος...
-
2 ενος
-
3 Ενός κακού δοθέντος μύρια έπονται
Ενός κακού ( δοθέντος) μύρια έπονται– Η μία ατυχία φέρνει την άλλη• Пришла беда – отворяй ворота• Лиха беда не приходит однаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ενός κακού δοθέντος μύρια έπονται
-
4 Ενός κακού μύρια έπονται
Ενός κακού ( δοθέντος) μύρια έπονται– Η μία ατυχία φέρνει την άλλη• Пришла беда – отворяй ворота• Лиха беда не приходит однаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ενός κακού μύρια έπονται
-
5 αναμ(μ)ένος
η, ο1) зажжённый; горящий, пылающий; ; 2) включённый (об электрическом свете); 3) перен. возбуждённый. распалённый -
6 αναμ(μ)ένος
η, ο1) зажжённый; горящий, пылающий; ; 2) включённый (об электрическом свете); 3) перен. возбуждённый. распалённый -
7 βλογιοκομ(μ)ένος
η, ο изрытый оспой, рябой -
8 βλογιοκομ(μ)ένος
η, ο изрытый оспой, рябой -
9 κλεμ(μ)ένος
η, ο украденный, похищенный -
10 κλεμ(μ)ένος
η, ο украденный, похищенный -
11 κοκκινοβαμ(μ)ένος
η, ο выкрашенный в красный цвет -
12 κοκκινοβαμ(μ)ένος
η, ο выкрашенный в красный цвет -
13 μισοκαμ(μ)ένος
η, ο полусгоревший; полусожжённый -
14 μισοκαμ(μ)ένος
η, ο полусгоревший; полусожжённый -
15 χαροκαμ(μ)ένος
-
16 χαροκαμ(μ)ένος
-
17 Σαράντα πέντε Γιάννηδες, ενός κοκόρου γνώση
• Ростом с Ивана, а умом с болванаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Σαράντα πέντε Γιάννηδες, ενός κοκόρου γνώση
-
18 Του ενός του καίνε τα γένια κι ο άλλος λέει: Δως μου τη φωτιά σου
• Люди едут тушить, а он портяночки сушитьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Του ενός του καίνε τα γένια κι ο άλλος λέει: Δως μου τη φωτιά σου
-
19 αδήν
-
20 άρρην
(-ενός), ην, εν уст. 1. мужской;2. (ο) 1) мужчина; 2) самец
См. также в других словарях:
ἕνος — belonging to the former of two periods masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένος — (I) ἔνος, ο (Α) το έτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ένος είναι μτγν. και προήλθε πιθ. κατ απόσπαση από τα σύνθετα δίενος, τρίενος, τετράενος κ.ά. (Για την ετυμολ. τού ενος βλ. λ. ενιαυτός)]. (II) ἔνος, η, ον (Α) (μόνο σε πλάγ. πτώσεις τού θηλ.) μεθαύριο («ἐς… … Dictionary of Greek
ἑνός — εἷς sem masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐξ ἑνός πηλοῦ. — ἐξ ἑνός πηλοῦ. См. Одного помета … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἐξ ἑνὸς στόματος ἅπαντες. — ἐξ ἑνὸς στόματος ἅπαντες. См. Единогласно … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀφ ἑνὸς ξύλου καὶ σταῦρος καὶ πτύον. — ἀφ ἑνὸς ξύλου καὶ σταῦρος καὶ πτύον. См. Из одного дерева икона и лопата … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἔξ ἑνὸς τὰ πάντ’ ὅρα. — См. На один копыл чорт всех ляхов покроил … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἕνα — ἕνος belonging to the former of two periods neut nom/voc/acc pl ἕνᾱ , ἕνος belonging to the former of two periods fem nom/voc/acc dual ἕνᾱ , ἕνος belonging to the former of two periods fem nom/voc sg (doric aeolic) εἷς sem masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Υμήν — ένος, ὁ, Α 1. ο θεός τού γάμου, ο Υμέναιος·2. (ως προσηγορικό) το γαμήλιο άσμα, ο υμέναιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. είναι ταυτόσημη με την ὑμήν, ένος (βλ. λ. υμένας), υπαινισσόμενη μέσω τού γαμήλιου άσματος τα τυπικά που… … Dictionary of Greek
πλατυαύχην — ενος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πλατύ αυχένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + αὐχήν, ένος] … Dictionary of Greek
πολυαύχην — ένος, ὁ, ἡ, ΜΑ πολυαύχενος μσν. αυτός που έχει πολύ ευτραφή αυχένα, χοντρό σβέρκο («ἐγκρίνουσι δὲ καὶ τοὺς μέγα τὸ χάσμα ἔχοντας, ὁμοίως δὲ καὶ τοὺς πολυαύχενας καὶ τοὺς πολυτραχήλους», Γεωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αὐχήν, ένος (πρβλ. ερι αύχην … Dictionary of Greek