Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

έμφυτος

См. также в других словарях:

  • ἔμφυτος — inborn masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έμφυτος — η, ο (AM ἐμφυτος, ον) εγγενής, σύμφυτος, φυσικός («ἔμφυτον μαντικήν εἶχε», Ηροδ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο έμφυτος γένος υμενόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών τευθρηνιδών αρχ. 1. αυτός που υπάρχει από τον θεό 2. κατάφυτος. επίρρ... εμφύτως με… …   Dictionary of Greek

  • έμφυτος — η, ο επίρρ. α μτφ., που σαν να είναι φυτεμένος, που δεν αποχτιέται με την πείρα ή τη διδασκαλία, φυσικός: Έμφυτη καλοσύνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐμφύτως — ἔμφυτος inborn adverbial ἔμφυτος inborn masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμφυτον — ἔμφυτος inborn masc/fem acc sg ἔμφυτος inborn neut nom/voc/acc sg ἔμφῡτον , ἐμφύω implant aor imperat act 2nd dual ἔμφῡτον , ἐμφύω implant aor ind act 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφύτοις — ἔμφυτος inborn masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφύτου — ἔμφυτος inborn masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφύτους — ἔμφυτος inborn masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφύτων — ἔμφυτος inborn masc/fem/neut gen pl ἐμφύ̱των , ἐμφύω implant aor imperat act 3rd dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφύτῳ — ἔμφυτος inborn masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμφυτα — ἔμφυτος inborn neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»