-
1 врождённый
έμφυτος, εμφυής, φυσικός, εγγενής, εκ γενετής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > врождённый
-
2 прирождённый
прирождённый έμφυτος* \прирождённый талант το έμφυτο ταλέντο* * *прирождённый тала́нт — το έμφυτο ταλέντο
-
3 имманентность
το έμφυτο, η έμφυτη ιδιότητα-ый έμφυτος, ενυπάρχωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > имманентность
-
4 присущий
(свойственный) χαρακτηριστικός, έμφυτος, ενυπάρχων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > присущий
-
5 врожденный
врожденн||ыйприл ἔμφυτος, γεννημένος, ἐκ γενετής:\врожденный талант τό ἐμφυτο τάλαντο· \врожденныйое заболевание συγγενής νόσος. -
6 природный
природ||ныйприл1. φυσικός:\природныйные богатства ὁ φυσικός πλοῦτος· \природныйный газ τό ὁρυκτό ἀέριο·2. (врожденный) ἔμφυτος:\природныйный ум ἡ ἔμφυτη ἐξυπνάδα -
7 прирожденный
[πριραζνπόννυΐ] εκ. έμφυτος -
8 прирожденный
[πριραζνπόννυϊ] επ έμφυτος -
9 врождённый
επ., βρ: -ден, -дена, -деноέμφυτος, εμφυής, φυσινιός•врождённый талант έμφυτο ταλέντο.
|| εγγενής, εκ γενετής•врождённый порок сердца εγγενής καρδιοπάθηση•
-ые идеи εγγενείς ιδέες.
-
10 естественный
επ., βρ: -вен, -венна, -венно1. φυσικός•-ые границы φυσικά σύνορα•
-ые науки φυσικές επιστήμες•
-ые богатства φυσικός πλούτος•
-ая смерть φυσικός θάνατος;
2. έμφυτος.3. κανονικός, συνηθισμένος, συνήθης.4. απροσποίητος.εκφρ.-ое дело• -ая вещь• -ым образом – φυσικά, είναι φυσικό, κατά φυσικό τρόπο•- ая история – παλ. το μάθημα της φυσικής ιστορίας•естественный отбор – (βιολ.) φυσική επιλογή. -
11 имманентный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноέμφυτος, ενυπάρχων, σύμφυτος. -
12 природный
επ.1. φυσικός•-ые богатства Греции ο φυσικός πλούτος της Ελλάδας•
природный газ φυσικό αέριο.
2. έμφυτος, σύμφυτος, από τη φύση•-ые способности έμφυτες ικανότητες.
3. γνήσιος, καθαρός, πραγματικός•природный дворянин γνήσιος ευγενής.
-
13 прирождённый
επ., βρ: -ден, -дена, -дено; έμφυτος• σύμφυτος• εκ γενετής, γενητάτος, γενημένος•прирождённый художник γενημένος καλλιτέχνης.
-
14 присущий
επ., βρ: -сущ, -а, -еέμφυτος, ενυπάρχων ίδιος, ιδιάζων χαρακτηριστικός•с -ей ему иронией με την ιδιάζουσα σ αυτόν ειρωνία.
-
15 самородный
επ., βρ:1. αυτοφυής, φυσικός• γνήσιος, καθαρός, αμιγής.2. έμφυτος•самородный талант έμφυτο ταλέντο.
-
16 сродный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно.1. συγγενής, παραπλήσιος, παρόμοιος•-ые понятия συγγενείς έννοιες.
2. έμφυτος. || επιρρεπής. -
17 стихийный
επ. βρ: -хйен, -хиина, -хийно.1. του στοιχείου της φύσης•-ое бедствие θεομηνία.
|| έμφυτος, ενυπάρχων•стихийный закон φυσικός νόμος (των φαινομένων).
|| ισχυρός, δυνατός (όπως των στοχείων).2. αυθόρμητος•характер экономических законов ο αυθόρμητος χαρακτήρας των οικονομικών νόμων•
-ое развитие рабочего движения αυθόρμητη ανάπτυξη του εργατικού κινήματος•
стихийный характер крестьян ских восстаний ο αυθόρμητος χαρακτήρας των αγροτικών εξεγέρσεων.
См. также в других словарях:
ἔμφυτος — inborn masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμφυτος — η, ο (AM ἐμφυτος, ον) εγγενής, σύμφυτος, φυσικός («ἔμφυτον μαντικήν εἶχε», Ηροδ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο έμφυτος γένος υμενόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών τευθρηνιδών αρχ. 1. αυτός που υπάρχει από τον θεό 2. κατάφυτος. επίρρ... εμφύτως με… … Dictionary of Greek
έμφυτος — η, ο επίρρ. α μτφ., που σαν να είναι φυτεμένος, που δεν αποχτιέται με την πείρα ή τη διδασκαλία, φυσικός: Έμφυτη καλοσύνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐμφύτως — ἔμφυτος inborn adverbial ἔμφυτος inborn masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμφυτον — ἔμφυτος inborn masc/fem acc sg ἔμφυτος inborn neut nom/voc/acc sg ἔμφῡτον , ἐμφύω implant aor imperat act 2nd dual ἔμφῡτον , ἐμφύω implant aor ind act 2nd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφύτοις — ἔμφυτος inborn masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφύτου — ἔμφυτος inborn masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφύτους — ἔμφυτος inborn masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφύτων — ἔμφυτος inborn masc/fem/neut gen pl ἐμφύ̱των , ἐμφύω implant aor imperat act 3rd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφύτῳ — ἔμφυτος inborn masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμφυτα — ἔμφυτος inborn neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)