-
1 ταινία
η1) лента (в разн. знач); тесьма;μονωτική (τηλεγραφική) ταινία — изоляционная (телеграфная) лента;
ταινία πολυβόλου — пулемётная лента;
ταινία παρασήμου — орденская лента;
2) полоса;ταινία γης — полоса земли;
3) лента, (кино)фильм;ομιλούσα (ηχητική) ταινία — звуковой фильм;
έγχρωμη ταινία — цветной фильм;
4) кинолента; плёнка (тж. фото и т. п.);ταινία μαγνητοφώνου — магнитофонная плёнка;
ηχογραφώ σε ταινία — записывать на плёнку;
5) бандероль;6) мед. ленточный глист, солитёр;§ έχέι ταινία — ненасытная утроба
-
2 τηλεόραση
[-ις (-εως)] η телевидение;εγχρωμη (κοσμική) τηλεόραση — цветное (космическое) телевидение;
συσκευή τηλεόρασης — телевизор
См. также в других словарях:
πολυχρωμία — Έγχρωμη τυπογραφική αναπαραγωγή ενός έγχρωμου πρωτότυπου. Όπως και στην έγχρωμη φωτογραφία, όλα τα χρώματα της ίριδας μπορούν να αναπαραχθούν με τρία βασικά χρώματα. Στην τυπογραφία τα χρώματα είναι: κίτρινο, κόκκινο (ματζέντα), μπλε και μαύρο,… … Dictionary of Greek
σερπαντίνα — Έγχρωμη, στενή, χάρτινη ταινία τυλιγμένη σε σχήμα κυλίνδρου. Χρησιμοποιείται σε γιορταστικές εκδηλώσεις, κυρίως στα καρναβάλια (περίοδος απόκρεω). Κρατώντας τη μια άκρη της ταινίας τη ρίχνεις και η ταινία ξετυλίγεται στον αέρα. * * * η, Ν 1.… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… … Dictionary of Greek
τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
αθροιστικός — Αυτός που έχει σχέση με την άθροιση. (Γραμμ.) Αθροιστικά ή περιληπτικά ονόματα. Αυτά που στον ενικό αριθμό έχουν περιληπτική σημασία π.χ. η βουλή (αντί οι βουλευτές), ο στρατός (αντί οι στρατιώτες), η πόλη (αντί οι πολίτες) κλπ. αθροιστικές ή… … Dictionary of Greek
χρωμοφωτογραφία — η, Ν 1. φωτογράφιση τών αντικειμένων με τα χρώματά τους 2. έγχρωμη φωτογραφική εικόνα, έγχρωμη φωτογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμα + φωτογραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στο περιοδικό Φύσις] … Dictionary of Greek
Νάουσα — I Πόλη (29.870 κάτ.) του νομού Ημαθίας, έδρα του ομώνυμου δήμου (22 637 κάτ.). Είναι χτισμένη στις ανατολικές υπώρειες του Βερμίου κάτω από την κορυφή Ντούρλια (2027 μ.), σε μέσο υψόμετρο 330 μ., δεσπόζει της μεγάλης πεδιάδας της Ημαθίας,… … Dictionary of Greek
Ιβηρία — Ονομασία δύο περιοχών της Ευρώπης κατά την αρχαιότητα. 1. Η περιοχή όπου κατοικούσαν οι Ίβηρες, στον χώρο της σημερινής Ισπανίας. Η ονομασία προσδιορίζει ιδιαίτερα το βορειοανατολικό τμήμα της χερσονήσου. Αργότερα, οι Ίβηρες κατόρθωσαν να… … Dictionary of Greek
έγχρωμος — η, ο 1. χρωματισμένος 2. πολύχρωμος 3. «έγχρωμη ταινία, φωτογραφία κ.λπ.» στην οποία αποτυπώνονται όχι μόνο οι μορφές αλλά και τα χρώματα 4. (για άνθρωπο) όποιος δεν ανήκει στη λευκή φυλή … Dictionary of Greek