Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

έγκαιρος

См. также в других словарях:

  • ἔγκαιρος — timely masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έγκαιρος — η, ο (AM ἔγκαιρος, ον) 1. αυτός που γίνεται στον κατάλληλο χρόνο, επίκαιρος 2. αρμόδιος, κατάλληλος μσν. νεοελλ. (για καρπούς) 1. ώριμος, γινωμένος 2. φρέσκος («έγκαιρο σταφύλι») 3. πρόσφατος …   Dictionary of Greek

  • έγκαιρος — η, ο επίρρ. α και εγκαίρως 1. που συμβαίνει στην κατάλληλη στιγμή, ο επίκαιρος: Η έγκαιρη επέμβαση του χειρούργου. 2. (για καρπούς), που είναι στην ώρα του, ο ώριμος, ο γινωμένος: Τα σταφύλια το Σεπτέμβρη είναι έγκαιρα. 3. (για καρπούς), νωπός,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐγκαιρότερον — ἔγκαιρος timely adverbial comp ἔγκαιρος timely masc acc comp sg ἔγκαιρος timely neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαιριώτατον — ἔγκαιρος timely masc acc superl sg ἔγκαιρος timely neut nom/voc/acc superl sg ἐγκαίριος masc acc superl sg ἐγκαίριος neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαιροτέρων — ἔγκαιρος timely fem gen comp pl ἔγκαιρος timely masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαιρότατα — ἔγκαιρος timely adverbial superl ἔγκαιρος timely neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαιρότατον — ἔγκαιρος timely masc acc superl sg ἔγκαιρος timely neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαίριον — ἔγκαιρος timely masc/fem acc sg ἔγκαιρος timely neut nom/voc/acc sg ἐγκαίριος masc/fem acc sg ἐγκαίριος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαίρως — ἔγκαιρος timely adverbial ἔγκαιρος timely masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔγκαιρον — ἔγκαιρος timely masc/fem acc sg ἔγκαιρος timely neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»