-
1 έγκαιρος
[энгэрос] εκ. своевременный, уместный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > έγκαιρος
-
2 своевременный
своевременный έγκαιρος* εμπρόθεσμος (β срок)' επίκαιρος (актуальный)* * *έγκαιρος; εμπρόθεσμος ( в срок); επίκαιρος ( актуальный) -
3 заблаговременный
заблаговременн||ыйприл ἐγκαιρος. -
4 несвоевременный
несвоевременн||ыйприл ἄκαιρος, (παρ)ἄκαιρος, μή Εγκαιρος, ἄτοπος. -
5 своевременный
своевременн||ыйприл ἐπίκαιρος, ἐγκαιρος, πού γίνεται σέ κατάλληλη ὠρα:\своевременныйые меры τά ἐγκαιρα μέτρα. -
6 своевременный
[σβαιβριέμιννυϊ] εκ. έγκαιρος -
7 своевременный
[σβαιβριέμιννυϊ] επ έγκαιρος -
8 благовременный
επ., βρ: -менен, -менна, -менноπαλ. έγκαιρος, στον κατάλληλο καιρό. -
9 заблаговременный
επ. παλ. έγκαιρος, επίκαιρος• πρότερος, νωρίτερος. -
10 несвоевременный
επ., βρ: -менен, -менна, -оμη έγκαιρος• άκαιρος, παράκαιρος, ανεπίκαιρος• άτοπος•-ая выплата денег η μη έγκαιρη καταβολή χρημάτων•
-ая шутка άκαιρο (άτοπο) αστείο.
-
11 своевременный
επ., βρ: -менен, -менна, -оέγκαιρος, επίκαιρος•-ая помощь έγκαιρη βοήθεια•
-ое вмешательство έγκαιρη επέμβαση•
-ые меры έγκαιρα μέτρα.
См. также в других словарях:
ἔγκαιρος — timely masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έγκαιρος — η, ο (AM ἔγκαιρος, ον) 1. αυτός που γίνεται στον κατάλληλο χρόνο, επίκαιρος 2. αρμόδιος, κατάλληλος μσν. νεοελλ. (για καρπούς) 1. ώριμος, γινωμένος 2. φρέσκος («έγκαιρο σταφύλι») 3. πρόσφατος … Dictionary of Greek
έγκαιρος — η, ο επίρρ. α και εγκαίρως 1. που συμβαίνει στην κατάλληλη στιγμή, ο επίκαιρος: Η έγκαιρη επέμβαση του χειρούργου. 2. (για καρπούς), που είναι στην ώρα του, ο ώριμος, ο γινωμένος: Τα σταφύλια το Σεπτέμβρη είναι έγκαιρα. 3. (για καρπούς), νωπός,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐγκαιρότερον — ἔγκαιρος timely adverbial comp ἔγκαιρος timely masc acc comp sg ἔγκαιρος timely neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαιριώτατον — ἔγκαιρος timely masc acc superl sg ἔγκαιρος timely neut nom/voc/acc superl sg ἐγκαίριος masc acc superl sg ἐγκαίριος neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαιροτέρων — ἔγκαιρος timely fem gen comp pl ἔγκαιρος timely masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαιρότατα — ἔγκαιρος timely adverbial superl ἔγκαιρος timely neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαιρότατον — ἔγκαιρος timely masc acc superl sg ἔγκαιρος timely neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαίριον — ἔγκαιρος timely masc/fem acc sg ἔγκαιρος timely neut nom/voc/acc sg ἐγκαίριος masc/fem acc sg ἐγκαίριος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαίρως — ἔγκαιρος timely adverbial ἔγκαιρος timely masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγκαιρον — ἔγκαιρος timely masc/fem acc sg ἔγκαιρος timely neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)