Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

έγγαμος

См. также в других словарях:

  • έγγαμος — η, ο (AM ἔγγαμος, ον) αυτός που έχει συνάψει γάμο, ο παντρεμένος …   Dictionary of Greek

  • έγγαμος — η, ο παντρεμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • брачьныи — (92) пр. 1.Состоящий в браке: Кр(с)ть˫анъ поимъ жидовыню брачьноу ли кр(с)ть˫аноу жидовинъ. прелюбодѣиство речетьсѩ. (γαμετήν) ПНЧ XIV, 40г; ли ц(с)рь. ли кнѩзь. ли б҃атыи. ли велможа. ли небъраченъ. ли браченъ. (ἔγγαμος) ФСт XIV, 150а. 2.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • небрачьныи — (4*) пр. Не состоящий в браке: не пытаи иѡсифе за(ч)ть˫а ни родьства непорочьна бо д҃ва есть небрачна ѡтроковица. ЗЦ к. XIV, 67б; в роли с.: се же есть блюсти ложе бескверньно. небрачниi же да ѹчатьсѧ цѣломудрью. КР 1284, 50г; не възможе терпети… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… …   Dictionary of Greek

  • ζευξίγαμος — ζευξίγαμος, ἡ (Α) (για τον πλανήτη Αφροδίτη) αυτή που συνδέει με τους δεσμούς τού γάμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζευξι + γάμος ζευξι (< ζεύγνυμι πρβλ. και ζευξί λεως κατά τα σύνθετα τού τύπου τερψί μβροτος + γαμος, (< γάμος) πρβλ. α πειρό γαμος,… …   Dictionary of Greek

  • ζύγιος — ζύγιος, ον, θηλ. και ζυγία (Α) [ζυγόν] 1. αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για τον ζυγό, για ζέψιμο («ζύγιος ἵππος», Ευρ.) 2. ζυγίτης 3. έγγαμος, παντρεμένος («ἀζυγέων καὶ ζυγίων», Γρηγ. Ναζ.) 4. ο ισορροπημένος («εὗρεν ζυγίας τὰς δικαιοσύνας… …   Dictionary of Greek

  • οπυίω — ὀπυίω, αττ. τ. ὀπύω (Α) 1. (για άντρα) παίρνω γυναίκα, νυμφεύομαι 2. παθ. ὀπυίομαι (για γυναίκα) παίρνω άντρα, παντρεύομαι 3. έχω ερωτικές σχέσεις, συνουσιάζομαι 4. (η μτχ. ενεστ.) ὀπυίων έγγαμος, παντρεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία… …   Dictionary of Greek

  • παντρεύω — και παντρεύγω 1. δίνω σε γάμο, νυμφεύω («ο κύρις σου γλήγορα σε παντρεύγει», Ερωτόκρ.) 2. (για παπά, δημοτικό ή κοινοτικό άρχοντα ή κουμπάρο) στεφανώνω 3. μέσ. παντρεύομαι παίρνω σύζυγο, έρχομαι σε γάμο 4. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) παντρεμένος, η, ο… …   Dictionary of Greek

  • πρεσβύτερος — η και έρα, ο / πρεσβύτερος, έρα, ον, ΝΑ, και βοιωτ. τ. αρσ. πρισγούτερος και θηλ. πρεσβυτερίς, ίδος, Α [πρέσβυς] 1. γεροντότερος, μεγαλύτερος στην ηλικία από κάποιον άλλο 2. το αρσ. ως ουσ. ο πρεσβύτερος εκκλ. ο δεύτερος βαθμός ιερωσύνης που… …   Dictionary of Greek

  • σοφία — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Ιταλία. Πέθανε από τη λύπη της μετά τον μαρτυρικό θάνατο των τριών θυγατέρων της επί Αδριανού (117 138). Η μνήμη της τιμάται στις 17 Σεπτεμβρίου. 2. Λέγεται ότι είχε ιατρικές γνώσεις …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»