-
1 седьмой
-
2 седьмой
επ. (αριθμ. τακτικό)• έβδομος• ο, η, το εφτά•- ое ή -ого ноября η εφτά του Ηοέμβρη•
глава -ая κεφάλαιο έβδομο•
седьмой номер ο έβδομος αριθμός, το εφτά νούμερο•
две -ых τα δύο έβδομα•
четверть -ого εξ και τέταρτο της ώρας.
-
3 седьмой
седьм||ойчисл. порядк. ἔβδομος:\седьмойо́е ноября ἐπτά τοῦ Νοέμβρη, ἡ ἔβδομη Νοεμβρίου· \седьмойа́я страница ἡ ἔβδομη σελίδα· ◊ быть на \седьмойо́м небе βρίσκομαι στον ἔβδομο οὐρανό. -
4 семнадцатый
семнадцатыйчисл. порядк. δέκατος Εβδομος:\семнадцатыйое января στίς δεκαεφτά τοῦ Γενάρη· \семнадцатыйая страница ἡ δέκατη ἐβδομη σελίδα· \семнадцатый год τό χίλια ἐννιακόσια δέκα ἐπτά. -
5 седьмой
[σιντ'μόϊ] αριθμ. έβδομος -
6 седьмой
[σιντ'μόϊ] αριθμ. έβδομος -
7 седьмой
[σιντ'μόϊ] αριθμ έβδομος -
8 седьмой
[σιντ'μόϊ] αριθμ έβδομος -
9 семнадцатый
αριθμ. τακτικό• δέκατος έβδομος• ο, η, το δεκαεφτά•-ая глава το δέκατο έβδομο κεφάλαιο•
-ое октября η δεκαε-. φτά του Οχτώβρη•
семнадцатый гол το δέκατο έβδομο έτος.
-
10 септима
-ы θ. (μουσ.) έβδομος φθόγγος ή διάστημα.
См. также в других словарях:
ἕβδομος — seventh masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έβδομος — η, ο (AM ἕβδομος, η, ον) 1. αυτός που κατέχει τη θέση με τον αριθμό επτά 2. το ουδ. ως ουσ. το έβδομο(ν) ένα από τα επτά ίσα ή όμοια μέρη ενός συνόλου αρχ. 1. (ως απόλ.) επτά 2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἕβδομον για έβδομη φορά 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ … Dictionary of Greek
έβδομος — η, ο αριθμ. τακτ. 1. αυτός που έχει σε αριθμητική σειρά θέση με αριθμό 7. 2. το ουδ. ως ουσ., έβδομο το ένα από τα εφτά ίσα μέρη στα οποία διαιρείται κάτι, το 1/7 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σεπτέμβριος — Έβδομος μήνας του έτους (Σεπτέμβρης). Βλ. λ. Τρυγητής. * * * ο, ΝΜΑ, και Σεπτέμβρης και Σεπτέβρης και Στέμπρης Ν ο ένατος μήνας τού έτους τού νέου ημερολογίου, έβδομος κατά το αρχαίο ρωμαϊκό ημερολόγιο, ο οποίος είναι και ο πρώτος μήνας τού… … Dictionary of Greek
ἑβδόμων — ἕβδομος seventh fem gen pl ἕβδομος seventh masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕβδομον — ἕβδομος seventh masc acc sg ἕβδομος seventh neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑβδόμαις — ἕβδομος seventh fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑβδόμη — ἕβδομος seventh fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑβδόμην — ἕβδομος seventh fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑβδόμης — ἕβδομος seventh fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑβδόμοις — ἕβδομος seventh masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)