Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ά-δαπάνητος

См. также в других словарях:

  • ευδαπάνητος — εὐδαπάνητος, ον (Α) 1. αυτός που δαπανάται ή φθείρεται εύκολα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐδαπάνητον φρ. «τὸ εὐδαπάνητον τῆς ζωῆς» το γεγονός ότι η ζωή περνάει γρήγορα (Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δαπανητος (< δαπανώ), πρβλ. α δαπάνητος] …   Dictionary of Greek

  • πολυδαπάνητος — ον, Μ πολυδάπανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δαπάνητος (< δαπανῶ)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»