-
1 αική
-
2 ἀική
-
3 αική
ἀικήςneut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ἀικήςmasc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ἀικήςmasc /fem acc sg (attic epic doric) -
4 αἰκῆ
ἀικήςneut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ἀικήςmasc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ἀικήςmasc /fem acc sg (attic epic doric) -
5 ἀϊκή
-
6 άῖκή
άῖκή ( άίσσω): darting; τόξων άῖκάς, ‘whizzing bow-shots,’ Il. 15.709†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > άῖκή
-
7 αικάς
-
8 ἀικάς
-
9 ἄϊξ
См. также в других словарях:
ἀική — ἀϊκή , ἀική rapid motion fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αϊκή — ἀική, η (Α) [ἀίσσω] ορμητική κίνηση, ορμή, φόρα … Dictionary of Greek
αἰκῆ — ἀικής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀικής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀικής masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αΐσσω — ἀΐσσω και ἄσσω (αττ. ᾄττω ή ἄττω) (Α) Ι. ενεργ. 1. (για κάθε απότομη ή βίαιη κίνηση) (και ως μέσο) κινούμαι ορμητικά, εκσφενδονίζομαι, εξακοντίζομαι, ορμώ, ρίχνομαι 2. εκπέμπω λάμψη, λάμπω, αστράφτω όπως το φως 3. (για οξύ πόνο) διαπερνώ,… … Dictionary of Greek
πολυάϊκος — ον, Α πολυᾱϊξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + άϊκος (< ἀίσσω «αναπηδώ, σκιρτώ», πρβλ. ἀική)] … Dictionary of Greek
ἀικάς — ἀϊκά̱ς , ἀική rapid motion fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)