-
1 gereksiz
αχρηστος -
2 worthless
άχρηστος -
3 негодный
άχρηστος, ακατάλληλος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > негодный
-
4 battal
άχρηστος, άκυρος, άχαρος -
5 kıymetsiz
άχρηστος, άνευ αξίας -
6 lüzümsuz
άχρηστος, περιττός -
7 yaramaz
άχρηστος, (cocuk) ζωηρός, άτακτος -
8 лишний
лишний 1) (избыточный) περίσσιος, παραπανίσιος· два с \лишнийим дня δύο μέρες και πλέον (или και κάτι) 2) (ненужный) περιττός, άχρηστος* * *1) ( избыточный) περίσσιος, παραπανίσιοςдва с ли́шним дня — δύο μέρες και πλέον ( или και κάτι)
2) ( ненужный) περιττός, άχρηστος -
9 негодный
-
10 ненужный
-
11 непригодный
непригодный ακατάλληλος* άχρηστος, ανώφελος (бесполезный)* * *ακατάλληλος; άχρηστος, ανώφελος ( бесполезный) -
12 неупотребительный
неупотребительный αχρησιμοποίητος, αχρησίμευτος, άχρηστος (негодный)* * *αχρησιμοποίητος, αχρησίμευτος, άχρηστος ( негодный) -
13 употребление
употребление с η χρήση, η μεταχείριση, η χρησιμοποίηση; способ \употреблениея о τρόπος χρήσης; выйти из \употреблениея αχρηστεύομαι, γίνομαι άχρηστος* * *сη χρήση, η μεταχείριση, η χρησιμοποίησηспо́соб употребле́ния — ο τρόπος χρήσης
вы́йти из употребле́ния — αχρηστεύομαι, γίνομαι άχρηστος
-
14 непригодностьый
непригодность||ыйприл ἄχρηστος, ἀνωφελής, ἀκατάλληλος / ἀνίκανος γιά ὑπηρεσία (о человеке):\непригодностьыйый инструмент τό ἄχρηστο ἐργαλείο· \непригодностьыйый к военной слу́жбе ὁ ἀνίκανος γιά στρατιωτική ὑπηρεσία· ни к чему́ \непригодностьыйый ἐντελῶς ἄχρηστος. -
15 негодный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно, πλθ. -годны.1. άχρηστος, αχρηστευμένος• ακατάληλ-λος•негодный материал άχρηστο υλικό•
-ая вещь άχρηστο πράγμα•
вода -ая для питья μη πόσιμο νερό.
2. τιποτένιος, αχρείος, κακός•негодный человек άχρηστος άνθρωπος (παλιάνθρωπος)•
-ое дело κακή πράξη.
|| ανίκανος•негодный к военной службе ανίκανος για στρατιωτική υπηρεσία.
εκφρ.- ые средства – αθέμιτα μέσα. -
16 никуда
-
17 никудышный
επ. (απλ.) άχρηστος, που δεν κάνει για πουθενά, για τίποτε•-ая вещь άχρηστο πράγμα•
никудышный человек άχρηστος άνθρωπος.
-
18 непригодный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > непригодный
-
19 бесполезный
бесполезный ανώφελος ά χρηστος (ненужный )' μάταιος (напрасный)* * * -
20 бросовый
бросов||ыйприл разг εὐτελής, ἀχρηστος:\бросовыйые цены οἱ ἐξευτελιστικές τιμές.
См. также в других словарях:
ἄχρηστος — useless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άχρηστος — η, ο (AM ἄχρηστος, ον) 1. αυτός που δεν χρησιμεύει σε τίποτε, ανώφελος, περιττός 2. αισχρός, φαύλος μσν. 1. άκυρος 2. ανόητος, απερίσκεπτος αρχ. μσν. επίρρ. ἀχρήστως μάταια αρχ. 1. ο χωρίς αποτέλεσμα ή αποτελεσματικότητα 2. (για πρόσωπα) ανώφελος … Dictionary of Greek
άχρηστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν είναι χρήσιμος, ο περιττός, ο ανώφελος: Πολλά από τα πράγματα που είχε ήταν άχρηστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀχρηστότερον — ἄχρηστος useless adverbial comp ἄχρηστος useless masc acc comp sg ἄχρηστος useless neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχρηστοτέρων — ἄχρηστος useless fem gen comp pl ἄχρηστος useless masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχρηστότατα — ἄχρηστος useless adverbial superl ἄχρηστος useless neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχρηστότατον — ἄχρηστος useless masc acc superl sg ἄχρηστος useless neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχρήστως — ἄχρηστος useless adverbial ἄχρηστος useless masc/fem acc pl (doric) ἀ̱χρήστως , ἀχρηστόω make useless imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀχρηστόω make useless imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄχρηστον — ἄχρηστος useless masc/fem acc sg ἄχρηστος useless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχρηστοτάτη — ἄχρηστος useless fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχρηστοτάτην — ἄχρηστος useless fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)