-
1 Αφροδιτη
дор.-эол. Ἀφροδίτα (ῑ) ἥ1) Афродита (у Hom. - дочь Зевса и Дионы, у Hes. - рожденная из морской пены, богиня любви и женской красоты, жена Гефеста; впосл. отождествлена с римск. Venus; ее эпитеты у Hom.: χρυσῆ «золотая», ἐϋστέφανος «красиво увенчанная», φιλομμειδής «ласково улыбающаяся», Κυθέρεια «Китерийская», Κύπρις «Кипрская»)Ἀφροδίτης κᾶπος Pind. — сад Афродиты, т.е. область Кирены
2) любовная страсть, любовь Hom., Hes., Eur.3) прелесть, красота Aesch., Eur., Plut.4) планета Венера Plat., Arst. -
2 Αφροδίτη
η1) миф Афродита; 2) астр. Венера -
3 Ἀφροδίτη
-
4 Αφροδιτα
-
5 Διωνη
дор. Διώνα ἥ Диона1) возлюбленная Зевса, мать Афродиты Hom., HH., Hes., Eur., Theocr.2) Theocr. = Ἀφροδίτη См. Αφροδιτη -
6 αλιγενης
-
7 αναδυομαι
поэт. тж. ἀνδυομαι (fut. ἀναδύσομαι с ῡ, aor. 1 ἀνεδῡσάμην, aor. 2 ἀνέδῡν)1) выходить (из глубины), подниматься (на поверхность), всплывать, выныривать(ἁλός, κῦμα θαλάσσης Hom.; ἐκ τοῦ βυθοῦ Arst., Plut.)
Ἀφροδίτη ἀναδυομένη Plin. — Афродита, выходящая из воды ( картина Апеллеса);ὅπου ἂν ἐγὼ κρούσω τῷ ποδὴ τέν γῆν, ἀναδύσονται δυνάμεις Plut. — где я топну ногой, появятся войска ( слова Помпея)2) отступать вглубь, укрываться, прятаться(ἐς ὅμιλον Hom.; ἐξ ἀγορᾶς Plut.)
ἀνέδυσαν οἱ ποταμοί Plut. — реки иссякли3) увертываться, уклоняться, избегать(πόλεμον Hom.; ἔξοδον Polyb.)
δεδοικὼς καὴ ἀναδυόμενος Plut. — будучи охвачен страхом и (всячески) увиливая;ἀ. τὰ ὡμολογημένα Plat. — отрекаться от признанного -
8 ανακειμαι
(pass. к ἀνατίθημι См. ανατιθημι)1) возлежать за столом(δειπνοῦσι ἀνακείμενοι Arst.)
2) быть выставленным, (о статуях и т.п.) быть поставленным, воздвигнутым(ἐν τῇ ἀγορᾷ Aeschin.; βωμοὴ ἀνακείμενοι ὑπό τινος Arst.)
3) культ. быть выставленным, принесенным в дар(ἐν ἱρῷ Her., Arst. и πρὸς τοῖς ἱεροῖς Lys.)
4) быть посвященным(τῷ θεῷ Plat., Plut.; τῇ Ἀφροδίτῃ Theocr.)
5) быть отнесенным, приписываться(εἴς τινα Her. и τινι Plut.)
6) быть возложенным, порученным(τινι Plut.)
7) быть связанным, зависеть(ἔς τινα и ἔς τι Her., Thuc., τινι Eur. и ἐπί τινι Arph.)
πάντων ἀνακειμένων ἐς τὰς ναῦς Thuc. — так как все зависело от флота;σοὴ ἀνακείμεσθα Eur. — я в твоей власти8) быть отложенным9) быть преданным(τινι Plut.)
-
9 Αρτιμπασα
ἡ Артимпаса (скифск. богиня, отождествл. с греч. Ἀφροδίτη Οὐρανίη) Her. -
10 ατακτος
-
11 αφρογενης
-
12 διος
3, Eur. 2(f δῖᾰ и δίᾱ) [Ζεύς]1) зевсов(ὄμβρος Hom.; βούλευμα Aesch.; λέκτρα, βροντά Eur.)
2) божественный, блистательный, лучезарный, славный, несравненный(Λακεδαίμων, Ἀφροδίτη, Ἀχιλλεύς, Ἀχαιοί, αἰθήρ, ἅλς, ὑφορβός, ἵππος Hom.; χθών Hes.; Πυθών Pind.; αἶα Aesch.; κούρα Eur.)
-
13 δολοπλοκος
-
14 εμβασις
- εως ἥ1) вхождениеἔ. εἰς τὰ:
ναῦς Polyb. — посадка на корабли2) въезд, вход(τοῦ ποταμοῦ Polyb.)
3) купанье(ἐκ τῆς ἐμβάσεως ἀναδυομένη, sc. Ἀφροδίτη Anth.; ἐπανελθειν ἀπὸ τῶν ἐμβάσεων Arst.)
4) обувь(πρόδουλος ἔ. ποδός Aesch.)
5) копыто(δίχηλος ἔ. Eur.)
-
15 ενοπλιος
-
16 επιταλαριος
2(λᾰ) несущий корзинку -
17 επιτυμβιος
-
18 ευθρονος
-
19 ευκαρπος
21) плодородный, изобилующий плодами(γαῖα, χθών Pind.; χώρη, θέρος Soph.; ἀγρός Plut.)
2) плодовитый(εὔπαις καὴ εὔ. HH.)
3) оплодотворяющий(Ἀφροδίτη Soph.; Δημήτηρ Anth.)
-
20 ευχαρις
-ι, gen. ιτος τό1) любезный, обходительный, приветливый, обаятельный(ἀστεῖος καὴ εὔ. Xen.; ὅ λόγος Plut.)
2) прелестный, очаровательный(ὀρνίθιον, τόπος Arst.)
3) благосклонный, милостивый(Ἀφροδίτη Eur.)
ἐν τῷ διδόναι εὔ. Plut. — щедрый
См. также в других словарях:
Αφροδίτη — I Η θεά του έρωτα στην αρχαία ελληνική μυθολογία. Συμβόλιζε το ένστικτο και τη ζωική δύναμη της αναπαραγωγής και της γονιμότητας. Ο Ησίοδος, στη Θεογονία, την παρουσιάζει να γεννιέται από τους αφρούς των κυμάτων, ύστερα από τη γονιμοποίηση του… … Dictionary of Greek
Ἀφροδίτη — Ἀφροδί̱τη , Ἀφροδίτη Aphrodite fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφροδίτη — ἀφροδί̱τη , Ἀφροδίτη Aphrodite fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀφροδίτῃ — Ἀφροδί̱τῃ , Ἀφροδίτη Aphrodite fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφροδίτῃ — ἀφροδί̱τῃ , Ἀφροδίτη Aphrodite fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γρηγοριάδου, Αφροδίτη — (Ρωσία 1940 –). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σπούδασε στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου και με την αποφοίτησή της, το 1962, έκανε το θεατρικό της ντεμπούτο στο έργο του Πιραντέλο Απόψε αυτοσχεδιάζουμε. Λίγο νωρίτερα είχε… … Dictionary of Greek
Κνιδία Αφροδίτη — Επίκληση της Αφροδίτης στην Κνίδο της Καρίας και άγαλμα της θεάς, που φιλοτέχνησε ο Πραξιτέλης. Το άγαλμα αυτό αναφέρεται από πολλούς συγγραφείς ως ένα από τα καλύτερα έργα του γλύπτη. Κατά τον Λουκιανό, ο οποίος το είδε, ήταν κατασκευασμένο από… … Dictionary of Greek
Λαουτάρη, Αφροδίτη — (1897 – 1975). Ηθοποιός του ελαφρού μουσικού θεάτρου. Ξεκίνησε την καλλιτεχνική της σταδιοδρομία στη χορωδία οπερέτας του θεάτρου Παπαϊωάννου. Η πλούσια φωνή της και οι σκηνικές της επιτυχίες την ανέδειξαν πρωταγωνίστρια στο έργο Πικ Νικ των… … Dictionary of Greek
АФРОДИТА — • Άφροδίτη, Venus, по Гомеру (Iliad. 5, 1, 371. 428), дочь Зевса и Дионы, по Гесиоду (Hesiod. theog. 190), произошла из морской пены (αφρός) и вышла на сушу на острове Кипр (отсюда ηφρογένεια, Άναδυμένη, Κυπρογένεια). Это богиня… … Реальный словарь классических древностей
Ἀφροδῖται — Ἀφροδίτη Aphrodite fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφροδῖται — Ἀφροδίτη Aphrodite fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)