-
1 άφεση
άφεση ηотпущение грехов, прощение;ΦΡ.Этим.< дргр. άφεσις «освобождение» < αφίημι «отпускать, освобождать» -
2 άφεση
[-ις (-εως)] η1) отпущение (грехов); прощение, помилование;άφεση χρέους юр. — освобождение от уплаты долга (по соглашению);
2) воен, увольнение, демобилизация;παίρνω την άφεση μου — демобилизоваться;
-
3 άφεση
[афэси] ουσ. θ. прощение, помилование,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άφεση
-
4 άφεση
[афэси] ουσ θ прощение, помилование. (εκκλ.) отпущение грехов. -
5 άφεση
günahlarını bağışlama -
6 άφεση
acrobatie -
7 άφεση
1) absolution2) dischargeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > άφεση
-
8 acrobatie
άφεση -
9 absolution
άφεση -
10 istiğfar
άφεση αμαρτιών -
11 отпуск
-а, πλθ. -а α.1. άφεση, απόλυση.2. άρση (απαγόρευσης, περιορισμών).3. χαλάρωση, λασκάρισμα, ξέσφιγμα. || (για γένεια, μουστάκια)• άφημα.4. έκδοση, χορήγηση. || παραχώρηση• ψήφιση κονδυλίου. || παράδοση. || πώληση. || τρόχισμα, ακόνισμα.5. άδεια•трудовой отпуск εργατική άδεια•
получать отпуск παίρνω άδεια•
быть в -е είμαι σε άδεια•
уйти в -е πηγαίνω σε άδεια•
декретный отпуск άδεια τοκετού•
долгосрочный отпуск μακρά άδεια•
твбрче-ский отпуск άδεια συγγραφική ή καλλιτεχνική.
6. συγχώρηση, άφεση (αμαρτιών).(τεχ.) άφημα, έκθεση (για να δέσει το ατσάλι).7. το στέλεχος (διπλοτύπου κ.τ.τ.). -
12 отпущение
-я ουδ.παλ. άφεση•отпущение грехов άφεση αμαρτιών.
-
13 прощение
-я ουδ.συγχώρηση, συγγνώμη. || απαλλαγή από χρέος• άφεση.εκφρ.прошу -я – ζητώ συγγνώμη•прощение грехов – άφεση (συγχώρηση) αμαρτιών. -
14 освобождение
1. (приобретение свободы, предоставление свободы) η απελευθέρωση 2. (удаление чего-л. связывающего) η αποδέσμευση 3. (избавление от чего-л.) η απαλλαγή, η άφεση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > освобождение
-
15 отпускание
(освобождение) η άφεση, η απελευθέρωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отпускание
-
16 расцепление
η αποσύμπλεξη, η αποσύνδεση, η απεμπλοκή, η απόζευξη, η άφεση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расцепление
-
17 спуск
1. (движение вниз) η κάθοδος- по спирали (ав) ελικοειδής -, σπειροειδής -2. (уклон) η κατηφόρα, ο κατήφορος 3. (устройство типа лотка или жёлоба) о αγωγός εκφόρτωσηςспиральный - см. винтовой -4. (выпуск, сброс, разгрузка) η άφεση 5. полигр. η σελιδοθέτηση 6. (судна, катера и т.п. на воду) η καθέλκυση, η καθολκή 7. (опускание) το κατέβασμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > спуск
-
18 прощение
прощени||ес ἡ συγχώρηση [-ις], ἡ συγγνώμη, ἡ ᾶφεση [-ις]:прошу́ \прощениея μέ συγχωρείτε, ζητώ συγγνώμην. -
19 λύω
λύω ρ. μετβ.разрешать от грехов, отпускать грехи, см. άφεση ;ΦΡ.δεσμείν και λύειν — вязать и решать – власть которую Христос дал своим ученикам (ее унаследовали епископы Церкви), отпускать или связывать (не разрешать) грехи верующих:και ο εάν δήσην επί της γης έσται δεδεμένον εν τοις ουρανοίς, και ο εάν λύσης επί της γης έσται λελυμένον εν τοις ουρανοίς (Ματθ. 16, 19) — и что свяжешь на земле, то будет связано на небесах, и что разрешишь на земле, то будет разрешено на небесах (Мф. 16, 19)
Этим.дргр. «разрешать, отвязывать» -
20 отпущение
[ατπουστσιένιιε] ουσ. ο. (εκκλ.) άφεση των αμαρτιών
- 1
- 2
См. также в других словарях:
άφεση — η 1. ρίξιμο, εκκίνηση, η πράξη του αφήνω: Στην αρχή της γιορτής έγινε άφεση περιστεριών. 2. απαλλαγή, συγχώρεση: Τώρα αυτοί όλοι ζητούν άφεση αμαρτιών. 3. απόλυση από το στρατό: Το παιδί δεν πήρε ακόμη την άφεσή του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άφεση — Το να αφήνει κανείς κάτι ελεύθερο. Επομένως ά. μπορεί να χαρακτηριστεί και η εκτίναξη, η εκκίνηση, η απαλλαγή και η συγχώρηση. Στους αρχαίους Έλληνες ά. έλεγαν το διαζύγιο, τον χωρισμό. Στη στρατιωτική ορολογία ά. είναι η απομάκρυνση από τη… … Dictionary of Greek
Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… … Dictionary of Greek
εξαπολύω — και αξαπολυώ και ξαπολυώ (Μ ἐξαπολύω και [ἐ]ξαπολῶ και ἀξαπολῶ) δίνω άφεση, παρέχω ελευθερία νεοελλ. απευθύνω κάτι κακό (κυρ. βρισιές, λίβελλο κ.λπ.) εναντίον κάποιου («εξαπέλυσε λίβελλο εναντίον του») νεοελλ. μσν. 1. αφήνω ελεύθερο, ελευθερώνω… … Dictionary of Greek
ιωβηλαίο — (Jubilaeum). Έτσι ονόμαζαν οι Εβραίοι το τελευταίο έτος κάθε πεντηκονταετίας. Το εβραϊκό I. ήταν έτος πλήρους ανάπαυσης, αφιερωμένο στον Θεό. Ο θεσμός αυτός είχε για το εβραϊκό έθνος ιδιαίτερη κοινωνική σημασία, αφού τα χωράφια και τα σπίτια που… … Dictionary of Greek
κως — Νησί (290,27 τ. χλμ., 30.949 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων, Ν της Καλύμνου και της Ψερίμου, στην είσοδο του Κεραμεικού κόλπου (Κερμέ Κορφεζί) της Μικράς Ασίας. Διοικητικά ανήκει στον νομό Δωδεκανήσου. Είναι… … Dictionary of Greek
έσις — (I) ἕσις, ἡ (Α) [ίημι] 1. άφεση 2. ορμή. (II) ἕσις, ἡ (Α) [έζομαι] το να κάθεται κάποιος, το κάθισμα … Dictionary of Greek
ίαση — ἡ (ΑΜ ἴασις, Α ιων. τ. ἴησις) [ιάομαι, ώμαι] θεραπεία, γιατρειά («τὰς τῆς ψώρας ἰάσεις», Πλάτ.) μσν. αρχ. 1. απαλλαγή από κάτι (α. «... ὁ Κύριος... δι ἡμᾱς ἄνθρωπος γέγονεν, ὅπως... τῶν παθῶν τῶν ἡμετέρων συμμέτοχος γενόμενος και ἴασιν ποιήσηται» … Dictionary of Greek
ίημι — ἵημι (Α) 1. κινώ, βάζω κάτι σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἧκα πόδας καὶ χεῑρε φέρεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. αφήνω κάτι να πέσει κάτω (α. «κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας» άφησε τα μαλλιά να κρέμονται από το κεφάλι, Ομ. Οδ.) 3. στέλνω, αποστέλλω 4.… … Dictionary of Greek
αγύρτης — Απατεώνας, ψεύτης, τσαρλατάνος, κομπογιαννίτης· αυτός που δεν έχει επάγγελμα και μόνιμη κατοικία, γυρίζει από μέρος σε μέρος και με τα λόγια, διάφορα γιατρικά και φίλτρα εξαπατά τους αφελείς και τους απλοϊκούς. Οι α., από το ρήμα αγείρω (= μαζεύω … Dictionary of Greek
αποδημία — H μετανάστευση· η μετακίνηση από έναν τόπο σε έναν άλλο. (Θρησκ.) Α. ονομάζεται στη θρησκευτική ορολογία η ομαδική μετάβαση των πιστών για προσκύνημα σε τόπους που θεωρούνται ιεροί. Γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα και αποτελεί κοινό έθιμο σε… … Dictionary of Greek