-
1 Ατα
Ἄτᾱ, Ἄτηfem nom /voc /acc dualἌτᾱ, Ἄτηfem nom /voc sg (doric aeolic)——————Ἄται, Ἄτηfem nom /voc plἌτᾱͅ, Ἄτηfem dat sg (doric aeolic) -
2 ἄτα
1 ruin, doom κόρῳ δ' ἕλεν ἄταν ὑπέροπλον sc.Τάνταλος O. 1.57
βαθὺν εἰς ὀχετὸν ἄτας ἵζοισαν ἑὰν πόλιν the city of Augeas destroyed by Herakles O. 10.37 ( δόλιος ἀστός) σαίνων ποτὶ πάντας ἄταν πάγχυ διαπλέκει (Heyne: ἀγὰν Boeckh: ἄγαν codd.) P. 2.82 φθονεροὶ δ' ἀμύνονται ἄτᾳ (ἄτᾳ, ἄτα codd.: ἆται Hermann: ἄτᾳ expungens < ἀλλ> add. Boeckh, < τᾶν> Thiersch: locus conclamatus) P. 11.55φαινομέναν δ' ἄῤ ἐς ἄταν σπεῦδεν ὅμιλος ἱκέσθαι N. 9.21
-
3 άτα
ἄ̱τᾱ, ἄτηbewilderment: fem nom /voc /acc dualἄ̱τᾱ, ἄτηbewilderment: fem nom /voc sg (doric aeolic)ἆτοςinsatiate: neut nom /voc /acc pl——————ἄ̱τᾱͅ, ἄτηbewilderment: fem dat sg (doric aeolic)——————ἆ̱τα, ἄατοςinsatiate: neut nom /voc /acc pl -
4 ατα
-
5 Ατα
-
6 ατά
ἀ̱τᾷ, ἀτάομαιsuffer: pres subj pass 2nd sgἀ̱τᾷ, ἀτάομαιsuffer: pres ind pass 2nd sg (epic doric aeolic) -
7 ἀτᾷ
ἀ̱τᾷ, ἀτάομαιsuffer: pres subj pass 2nd sgἀ̱τᾷ, ἀτάομαιsuffer: pres ind pass 2nd sg (epic doric aeolic) -
8 ἆτα
-
9 ἆτα
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἆτα
-
10 ἄτα
Βλ. λ. άτα -
11 ἄτᾳ
Βλ. λ. άτα -
12 ἆτα
Βλ. λ. άτα -
13 Ἄτα
Βλ. λ. Ατα -
14 Ἄτᾳ
Βλ. λ. Ατα -
15 ατά(γ)ιστος
η, ο1) ненакормленный (о детях, животных); не получивший угощения (о нищих); 2) перен. неподкупленный (о чиновнике) -
16 ατά(γ)ιστος
η, ο1) ненакормленный (о детях, животных); не получивший угощения (о нищих); 2) перен. неподкупленный (о чиновнике) -
17 ἐπι-ατα-δύομαι
ἐπι-ατα-δύομαι, darüber, danach untertauchen, Poll. 1, 108; von den Sternen, untergehen, Schol. Eur. Rhes. 528.
-
18 γλαυκομ(μ)άτα
η синеглазая, голубоглазая, синеокая девушка или женщина -
19 γλαυκομ(μ)άτα
η синеглазая, голубоглазая, синеокая девушка или женщина -
20 κρεβ(β)άτα
η1) сушилка для фруктов (деревянная); 2) большая кровать; 3) см. κρεββατίνα 1
См. также в других словарях:
Ἄτα — Ἄτᾱ , Ἄτη fem nom/voc/acc dual Ἄτᾱ , Ἄτη fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άτα — και (με αναδίπλωση) άτα άτα (επιφών. προτρεπτικό) παιδική λέξη με την οποία τα παιδιά της νηπιακής ηλικίας παρακινούνται να βαδίσουν … Dictionary of Greek
Ἄτᾳ — Ἄται , Ἄτη fem nom/voc pl Ἄτᾱͅ , Ἄτη fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ατα — βλ. τα … Dictionary of Greek
ἀτᾷ — ἀ̱τᾷ , ἀτάομαι suffer pres subj pass 2nd sg ἀ̱τᾷ , ἀτάομαι suffer pres ind pass 2nd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄτα — ἄ̱τᾱ , ἄτη bewilderment fem nom/voc/acc dual ἄ̱τᾱ , ἄτη bewilderment fem nom/voc sg (doric aeolic) ἆτος insatiate neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄτᾳ — ἄ̱τᾱͅ , ἄτη bewilderment fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἆτα — ἆ̱τα , ἄατος insatiate neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατά(γ)ιστος — η, ο 1. εκείνος στον οποίο δεν έδωσαν τροφή, δεν τον τάισαν: Άφησες το παιδί ατάιστο όλο το απόγεμα. 2. αυτός που δε δωροδοκήθηκε: Φωνάζει αυτός, γιατί τον αφήσαμε ατάιστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Άλμα Άτα — Παλαιότερη ονομασία της προηγούμενης πρωτεύουσας του Καζακστάν, Αλμάτι (βλ. λ.) … Dictionary of Greek
μαυρομάτης — άτα, άτικο, θηλ. και ατού και ατούσα (Μ μαυρομάτης, άτα, άτικο και μαυρόματος, η, ον) 1. αυτός που έχει μαύρα μάτια 2. φρ. «μαυρομάτικα φασόλια» είδος φασολιών μικρού μεγέθους με μαύρο στίγμα, αλλ. γυφτοφάσουλα, σμυρναίικα, χλωρά ή αμπελοφάσουλα… … Dictionary of Greek