Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

άτακτη

  • 1 ατακτή

    ἀτακτέω
    to be undisciplined: pres subj mp 2nd sg
    ἀτακτέω
    to be undisciplined: pres ind mp 2nd sg
    ἀτακτέω
    to be undisciplined: pres subj act 3rd sg

    Morphologia Graeca > ατακτή

  • 2 ἀτακτῇ

    ἀτακτέω
    to be undisciplined: pres subj mp 2nd sg
    ἀτακτέω
    to be undisciplined: pres ind mp 2nd sg
    ἀτακτέω
    to be undisciplined: pres subj act 3rd sg

    Morphologia Graeca > ἀτακτῇ

  • 3 άτακτος

    η, ο [ος, ον ] 1.
    1) беспорядочный, неупорядочен- ный; хаотичный;

    τρέπω σε άτακτη φυγή — обратить в беспорядочное бегство;

    2) нерегулярный;

    άτακτα σώματα — или άτακτοι — воен, нерегулярные части;

    άτακτος σφυγμός — неровный пульс;

    3) беспорядочный, неустроенный;

    άτακτος βίος — беспорядочная, ненормальная жизнь;

    4) непослушный, недисциплинированный; шаловливый; баловной (прост.);
    5) неаккуратный; 2. (ο) шалун, проказник, баловник

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > άτακτος

  • 4 φυγή

    η
    1) бегство, побег;

    άτακτη φυγή — беспорядочное бегство;

    τρέπω (τρέπομαι) σε φυγή — обращать (обращаться) в бегство;

    2) муз. фуга

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φυγή

  • 5 beat a (hasty) retreat

    (to go away in a hurry: The children beat a hasty retreat when he appeared.) τρέπομαι σε άτακτη φυγή

    English-Greek dictionary > beat a (hasty) retreat

  • 6 beat a (hasty) retreat

    (to go away in a hurry: The children beat a hasty retreat when he appeared.) τρέπομαι σε άτακτη φυγή

    English-Greek dictionary > beat a (hasty) retreat

  • 7 rout

    1. verb
    (to defeat (an army etc) completely.) κατατροπώνω
    2. noun
    (a complete defeat.) κατατρόπωση, άτακτη φυγή

    English-Greek dictionary > rout

  • 8 stampede

    [stæm'pi:d] 1. noun
    (a sudden wild rush of wild animals etc: a stampede of buffaloes; The school bell rang for lunch and there was a stampede for the door.) πανικόβλητη φυγή ζώων
    2. verb
    (to (cause to) rush in a stampede: The noise stampeded the elephants / made the elephants stampede.) τρέπω/τρέπομαι σε άτακτη φυγή

    English-Greek dictionary > stampede

См. также в других словарях:

  • ἀτακτῇ — ἀτακτέω to be undisciplined pres subj mp 2nd sg ἀτακτέω to be undisciplined pres ind mp 2nd sg ἀτακτέω to be undisciplined pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… …   Dictionary of Greek

  • Άλγη — Φυτά κρυπτόγαμα που ανήκουν στην τάξη των θαλλοφύτων και έχουν μονοκυτταρική σύσταση. Ζουν σε γλυκά ή αλμυρά νερά και φέρουν συνήθως χλωροφύλλη που τα διαφοροποιεί από τους μύκητες. Στα ά. είναι δυνατόν να ενταχθούν και ορισμένοι τύποι φυτών που… …   Dictionary of Greek

  • άτακτος — και άταχτος, η, ο (AM ἄτακτος, ον) [τάσσω] 1. ακατάστατος, χωρίς τάξη 2. απειθάρχητος μσν. νεοελλ. 1. αναιδής, θρασύς 2. απρεπής νεοελλ. 1. ζωηρός, ανήσυχος 2. «άτακτα σώματα στρατού» ή ως ουσ. άτακτοι αυτοί που δεν ανήκουν στον τακτικό στρατό 3 …   Dictionary of Greek

  • αγωγιμότητα — Η ιδιότητα ορισμένων σωμάτων να μεταφέρουντον ηλεκτρισμό ή τη θέρμανση.ειδική. α.Το αντίστροφο της ειδικής αντίστασης. Αναφέρεται στο υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένος ένας αγωγός και μετριέται σε μονάδες Ω 1 · mm 2 · m ή S · mm 2 · m,… …   Dictionary of Greek

  • αλητεία — Η άσκοπη περιπλάνησηη τυχοδιωκτική ζωή, η αγυρτεία. Στην κατάσταση αυτή περιέρχονται οι άνθρωποι εκείνοι που δεν έχουν στέγη, στερούνται τα μέσα της συντήρησής τους και περιφέρονται χωρίς σκοπό. Στον Μεσαίωνα μια μορφή αλητείας ήταν τα τάγματα… …   Dictionary of Greek

  • αμηνολόγητος — η, ο 1. αυτός που δεν φέρει χρονολογική ένδειξη ως προς τον μήνα 2. ο δίχως χρονολογία, αχρονολόγητος 3. (γυναίκα) με άτακτη εμμηνόρροια. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + μηνολογώ*] …   Dictionary of Greek

  • ατακτώ — και αταχτώ (AM ἀτακτῶ, έω) [άτακτος] κάνω αταξίες, παρεκτρέπομαι αρχ. μσν. 1. κάνω παράβαση 2. στασιάζω μσν. 1. βρίσκομαι σε αταξία 2. αυθαιρετώ αρχ. 1. (για στρατιώτες) εγκαταλείπω την τάξη, δεν τηρώ την πειθαρχία 2. κάνω άστατη και άτακτη ζωή …   Dictionary of Greek

  • ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… …   Dictionary of Greek

  • θερμικός — Αυτός που έχει σχέση με τη θερμότητα ή τη θερμοκρασία. θ. αγωγιμότητα.Βλ. λ. αγωγιμότητα (θερμική). θ. ακτινοβολία. Βλ. λ. ακτινοβολία. θ. διαστολή. Βλ. λ. διαστολή. θ. ενέργεια.Βλ. λ. ενέργεια. θ. θόρυβος. Θόρυβος που οφείλεται στη θερμοδυναμική …   Dictionary of Greek

  • κίνηση — Ως κ. ορίζεται η μεταβολή της θέσης ενός σώματος σχετικά με άλλα σώματα (θεωρούμενα ακίνητα), τα οποία ορίζονται ως σύστηματα αναφοράς. Σύμφωνα με την κλασική μηχανική, η κ. ενός σώματος ορίζεται πλήρως όταν είναι γνωστές η θέση, η ταχύτητα και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»