Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

άσχημος

См. также в других словарях:

  • ἄσχημος — masc/fem nom sg ἀσχήμων misshapen masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άσχημος — και άσκημος, η, ο (AM ἄσχημος, ον) Ι. αυτός που δεν έχει ωραία εμφάνιση, δύσμορφος μσν. νεοελλ. 1. δυσάρεστος, δυσμενής («άσχημα μαντάτα») 2. (για λόγια) προσβλητικός, υβριστικός 3. (για παράπτωμα) σοβαρός νεοελλ. 1. φοβερός, οικτρός 2. κακός,… …   Dictionary of Greek

  • άσχημος — η, ο βλ. άσκημος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀσχημοτάτων — ἄσχημος fem gen superl pl ἄσχημος masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσχήμως — ἄσχημος adverbial ἄσχημος masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄσχημον — ἄσχημος masc/fem acc sg ἄσχημος neut nom/voc/acc sg ἀσχήμων misshapen masc/fem voc sg ἀσχήμων misshapen neut nom/voc/acc sg ἀσχήμων misshapen masc/fem acc sg ἀσχήμων misshapen neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσχήμου — ἄσχημος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσχήμους — ἄσχημος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσχήμων — ἄσχημος masc/fem/neut gen pl ἀσχήμων misshapen masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσχήμῳ — ἄσχημος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄσχημα — ἄσχημος neut nom/voc/acc pl ἀσχήμων misshapen neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»