Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

άρρωστος

  • 1 malade

    άρρωστος

    Dictionnaire Français-Grec > malade

  • 2 chorobný

    άρρωστος

    Česká-řecký slovník > chorobný

  • 3 churavý

    άρρωστος

    Česká-řecký slovník > churavý

  • 4 nemocen

    άρρωστος

    Česká-řecký slovník > nemocen

  • 5 nemocný

    άρρωστος

    Česká-řecký slovník > nemocný

  • 6 ill

    άρρωστος

    English-Greek new dictionary > ill

  • 7 sick

    άρρωστος

    English-Greek new dictionary > sick

  • 8 chory

    άρρωστος

    Słownik polsko-grecki > chory

  • 9 hasta

    άρρωστος, ασθενής

    Türkçe-Yunanca Sözlük > hasta

  • 10 sağlıksız

    άρρωστος, ασθενής

    Türkçe-Yunanca Sözlük > sağlıksız

  • 11 больной

    больи||ой
    1. прил ἀσθενής, ἄρρωστος, > πάσχων
    2. прил перен ἄρρωστος, ἀρρωστημένος:
    \больнойо́е воображение ἡ ἀρρωστη φαντασία; \больной вопрос τό φλεγον ζήτημα;
    3. м ὁ ἀσθενής, ὁ ἄρρωστος:
    прием \больнойых ἡ ἐξέταση ἀσθενῶν; тяжелый \больной ὁ βαρειά ἀσθενής, ὁ σοβαρά ἀρρωστος; ◊ с \больной головы на здоровую погов. ρίχνω τήν εὐθύνη σέ ἄλλον, τά φορτώνω σέ ἀλλον.

    Русско-новогреческий словарь > больной

  • 12 больной

    επ., βρ: болен, -льна, -льно
    1. άρρωστος, ασθενής•

    больной старик άρρωστος γέρος.

    || μτφ. αρρωστιάρικος•

    -ое воображение αρρωστιάρικη φαντασία.

    2. ουσ. άρρωστος, ασθενής•

    навестить –го επισκέπτομαι ασθενή•

    прием -ых εξέταση (περιλαβή) ασθενών•

    тяжело βαριά άρρωστος.

    || πονεμένος•

    больной палец πονεμένο δάχτυλο.

    εκφρ.
    больной вопрос – φλέγον ζήτημα•
    - ое место – νευραλγικό σημείο•
    с -ой головы на здоровую (сваливать) – τα φορτώνω (τά ρίχνω)όλα τα βάρη στον αθώο.

    Большой русско-греческий словарь > больной

  • 13 больной

    больной άρρωστος ◇ \больнойое место το τρωτό' \больной вопрос το φλέγον ζήτημα
    * * *
    ••

    больно́е ме́сто — το τρωτό

    больно́й вопро́с — το φλέγον ζήτημα

    Русско-греческий словарь > больной

  • 14 тяжело

    тяжело 1. в разн. знач. βαριά* он \тяжело болен είναι βαριά άρρωστος 2. предик.: мне это \тяжело нести μου είναι δύσκολο να το κουβαλώ
    * * *
    1. в разн. знач.

    он тяжело́ бо́лен — είναι βαριά άρρωστος

    2. предик.

    мне э́то тяжело́ нести́ — μου είναι δύσκολο να το κουβαλώ

    Русско-греческий словарь > тяжело

  • 15 нездоровый

    нездоров||ый
    прил
    1. (больной) ἀδιάθετος, ἀρρωστος:
    быть \нездоровыйым εἶμαι ἀρρωστος, δέν εἶμαι καλά·
    2. (вредный) ἀνθυγιεινός, νοσηρός:
    \нездоровый климат τό ἀνθυγιεινό κλίμα·
    3. перен ἀνώμαλος:
    \нездоровыйые отношения οἱ ἀνώμαλες σχέσεις· \нездоровыйая атмосфера ἡ νοσηρή ἀτμόσφαιρα \нездоровыйье с ἡ ἀδιαθεσία, ἡ ἀρρώστια.

    Русско-новогреческий словарь > нездоровый

  • 16 поболеть

    поболе||ть
    сов
    1. (о человеке) εἶμαι ἄρρωστος, εἶμαι ἀσθενής, ἀσθενω (λίγο καιρό):
    \поболетьл около недели ήταν ἄρρωστος ἐπί μιά σχεδόν ἐβδομάδα·
    2. (о голове, зубе и т. п.) πονώ:
    зуб \поболетьл и перестал τό δόντι πόνεσε καί ξεπόνεσε.

    Русско-новогреческий словарь > поболеть

  • 17 проболеть

    пробол||еть
    сов εἶμαι ἀσθενής, εἶμαι ἄρρωστος:
    он \проболетьел три недели ήταν ἄρρωστος τρεις ἐβδομάδες.

    Русско-новогреческий словарь > проболеть

  • 18 sick

    [sik] 1. adjective
    1) (vomiting or inclined to vomit: He has been sick several times today; I feel sick; She's inclined to be seasick/airsick/car-sick.) που του έρχεται εμετός/ζαλισμένος απο το κούνημα
    2) ((especially American) ill: He is a sick man; The doctor told me that my husband is very sick and may not live very long.) άρρωστος
    3) (very tired (of); wishing to have no more (of): I'm sick of doing this; I'm sick and tired of hearing about it!) μπουχτισμένος,αηδιασμένος
    4) (affected by strong, unhappy or unpleasant feelings: I was really sick at making that bad mistake.) άρρωστος,απογοητευμένος
    5) (in bad taste: a sick joke.) αρρωστημένος
    2. noun
    (vomit: The bedclothes were covered with sick.) εμετός,ξεράσματα
    - sickening
    - sickeningly
    - sickly
    - sickness
    - sick-leave
    - make someone sick
    - make sick
    - the sick
    - worried sick

    English-Greek dictionary > sick

  • 19 болеть

    -ею, -еешь, ρ.δ.
    1. ασθενώ, νοσώ, είμαι άρρωστος•

    он давно -ет αυτός είναι από καιρό άρρωστος•

    она -ет тифом αυτή είναι άρρωστη από τύφο.

    2. παλ. λυπούμαι, συμπονώ•

    болеть о нищих и убогих λυπούμαι τους φτωχούς και τους ανάπηρους.

    εκφρ.
    болеть душой ή сердцемβλ. 2 σημ.
    -ит, ρ.δ.
    (για μέλος του σώματος) πονώ•

    нога -ит το πόδι πονά•

    зубы -ят τα δόντια πονούν.

    εκφρ.
    душа ή сердце -ит – η ψυχή, η καρδιά πονά (λυπούμαι, θλίβομαι).

    Большой русско-греческий словарь > болеть

  • 20 лежать

    лежу, лежишь,
    επιρ. μτχ. лжа, ρ.δ.
    1. ξαπλώνω, πλαγιάζω, κοίτομαι•

    лежать на солнце ξαπλάνω στον ήλιο•

    лежать ничком ξαπλώνω μπρούμυτα•

    лежать ниц ξαπλώνω πρηνηδόν, μπρούμυτα•

    -навзничь ξαπλώνω ανάσκελα•

    лежать на боку ξαπλώνω στο πλευρό•

    лежать на спин ακουμπώ στη ραχη•

    лежать пластом ξαπλώνω φαρδιά-πλατιά.

    || μένω•

    без чувств μένω αναίσθητος•

    лежать в обморок μένω λιπόθυμος.

    || είμαι άρρωστος•

    он -ит в больнице αυτός είναι άρρωστος στο νοσοκομείο.

    || σε συνδυασμό με λέξεις της ίδιας ρίζας: «лежмя», «лежнем», «в лёжку» προσδίδει επίταση•

    в лёжку лежать ξαπλώνω φεφδιά-πλατιά.

    || κείμαι (νεκρός).
    2. (για αντικείμενα) βρίσκομαι σε οριζόντια θέση, κείμαι. || είμαι, επικάθομαι, κείμαι.
    4. εκτείνομαι•

    город -ит на берегу моря η πόλη εκτείνεται κατά μήκος της παραλίας.

    5. κάθομαι, κείμαι.
    6. περικλείνομαι, περιέχομαι.
    εκφρ.
    лежать на боку ή на печи – τεμπελιάζω•
    лежать под сукном – παίραμένω στο χρονοντούλαπό (για αιτήσεις, υποθέσεις κλπ.)• плохо лежит δεν είναι ασφαλισμένα, μπορεί να κλεφτεί•
    душа ή сердце не -ит к кому-чему – δεν είμαι καλοδιατεθημένος προς κάποιον ή για κάτι.
    ξαπλώνω, πλαγιάζω.

    Большой русско-греческий словарь > лежать

См. также в других словарях:

  • ἄρρωστος — weak masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρρωστος — η, ο (AM ἄρρωστος, ον) 1. ο αδύνατος, ο ασθενής 2. ο ψυχικά ασθενής νεοελλ. 1. μτφ. ο καταστενοχωρημένος, αυτός που δεν έχει διάθεση 2. ο παράλογος (π.χ. άρρωστη φαντασία, άρρωστος εγωισμός) αρχ. ο απρόθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ρώννυμαι (παθ …   Dictionary of Greek

  • άρρωστος — η, ο αυτός που πάσχει από κάτι, ο ασθενής: Δυο μήνες πάνε που είναι άρρωστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀρρωστότερον — ἄρρωστος weak adverbial comp ἄρρωστος weak masc acc comp sg ἄρρωστος weak neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρωστοτέρων — ἄρρωστος weak fem gen comp pl ἄρρωστος weak masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρωστότατον — ἄρρωστος weak masc acc superl sg ἄρρωστος weak neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρώστως — ἄρρωστος weak adverbial ἄρρωστος weak masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρρωστον — ἄρρωστος weak masc/fem acc sg ἄρρωστος weak neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρωστοτάτη — ἄρρωστος weak fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρωστοτέρους — ἄρρωστος weak masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρωστότατος — ἄρρωστος weak masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»