-
1 malade
άρρωστος -
2 chorobný
άρρωστος -
3 churavý
άρρωστος -
4 nemocen
άρρωστος -
5 nemocný
άρρωστος -
6 ill
άρρωστος -
7 sick
άρρωστος -
8 chory
άρρωστος -
9 hasta
άρρωστος, ασθενής -
10 sağlıksız
άρρωστος, ασθενής -
11 больной
больи||ой1. прил ἀσθενής, ἄρρωστος, > πάσχων2. прил перен ἄρρωστος, ἀρρωστημένος:\больнойо́е воображение ἡ ἀρρωστη φαντασία; \больной вопрос τό φλεγον ζήτημα;3. м ὁ ἀσθενής, ὁ ἄρρωστος:прием \больнойых ἡ ἐξέταση ἀσθενῶν; тяжелый \больной ὁ βαρειά ἀσθενής, ὁ σοβαρά ἀρρωστος; ◊ с \больной головы на здоровую погов. ρίχνω τήν εὐθύνη σέ ἄλλον, τά φορτώνω σέ ἀλλον. -
12 больной
επ., βρ: болен, -льна, -льно1. άρρωστος, ασθενής•больной старик άρρωστος γέρος.
|| μτφ. αρρωστιάρικος•-ое воображение αρρωστιάρικη φαντασία.
2. ουσ. άρρωστος, ασθενής•навестить –го επισκέπτομαι ασθενή•
прием -ых εξέταση (περιλαβή) ασθενών•
тяжело βαριά άρρωστος.
|| πονεμένος•больной палец πονεμένο δάχτυλο.
εκφρ.больной вопрос – φλέγον ζήτημα•- ое место – νευραλγικό σημείο•с -ой головы на здоровую (сваливать) – τα φορτώνω (τά ρίχνω)όλα τα βάρη στον αθώο. -
13 больной
больной άρρωστος ◇ \больнойое место το τρωτό' \больной вопрос το φλέγον ζήτημα* * *••больно́е ме́сто — το τρωτό
больно́й вопро́с — το φλέγον ζήτημα
-
14 тяжело
тяжело 1. в разн. знач. βαριά* он \тяжело болен είναι βαριά άρρωστος 2. предик.: мне это \тяжело нести μου είναι δύσκολο να το κουβαλώ* * *1. в разн. знач.2. предик.он тяжело́ бо́лен — είναι βαριά άρρωστος
мне э́то тяжело́ нести́ — μου είναι δύσκολο να το κουβαλώ
-
15 нездоровый
нездоров||ыйприл1. (больной) ἀδιάθετος, ἀρρωστος:быть \нездоровыйым εἶμαι ἀρρωστος, δέν εἶμαι καλά·2. (вредный) ἀνθυγιεινός, νοσηρός:\нездоровый климат τό ἀνθυγιεινό κλίμα·3. перен ἀνώμαλος:\нездоровыйые отношения οἱ ἀνώμαλες σχέσεις· \нездоровыйая атмосфера ἡ νοσηρή ἀτμόσφαιρα \нездоровыйье с ἡ ἀδιαθεσία, ἡ ἀρρώστια. -
16 поболеть
поболе||тьсов1. (о человеке) εἶμαι ἄρρωστος, εἶμαι ἀσθενής, ἀσθενω (λίγο καιρό):\поболетьл около недели ήταν ἄρρωστος ἐπί μιά σχεδόν ἐβδομάδα·2. (о голове, зубе и т. п.) πονώ:зуб \поболетьл и перестал τό δόντι πόνεσε καί ξεπόνεσε. -
17 проболеть
пробол||етьсов εἶμαι ἀσθενής, εἶμαι ἄρρωστος:он \проболетьел три недели ήταν ἄρρωστος τρεις ἐβδομάδες. -
18 sick
[sik] 1. adjective1) (vomiting or inclined to vomit: He has been sick several times today; I feel sick; She's inclined to be seasick/airsick/car-sick.) που του έρχεται εμετός/ζαλισμένος απο το κούνημα2) ((especially American) ill: He is a sick man; The doctor told me that my husband is very sick and may not live very long.) άρρωστος3) (very tired (of); wishing to have no more (of): I'm sick of doing this; I'm sick and tired of hearing about it!) μπουχτισμένος,αηδιασμένος4) (affected by strong, unhappy or unpleasant feelings: I was really sick at making that bad mistake.) άρρωστος,απογοητευμένος5) (in bad taste: a sick joke.) αρρωστημένος2. noun(vomit: The bedclothes were covered with sick.) εμετός,ξεράσματα- sicken- sickening
- sickeningly
- sickly
- sickness
- sick-leave
- make someone sick
- make sick
- the sick
- worried sick -
19 болеть
болеть 1-ею, -еешь, ρ.δ.1. ασθενώ, νοσώ, είμαι άρρωστος•он давно -ет αυτός είναι από καιρό άρρωστος•
она -ет тифом αυτή είναι άρρωστη από τύφο.
2. παλ. λυπούμαι, συμπονώ•болеть о нищих и убогих λυπούμαι τους φτωχούς και τους ανάπηρους.
εκφρ.болеть душой ή сердцем – βλ. 2 σημ.болеть 2-ит, ρ.δ.(για μέλος του σώματος) πονώ•нога -ит το πόδι πονά•
зубы -ят τα δόντια πονούν.
εκφρ.душа ή сердце -ит – η ψυχή, η καρδιά πονά (λυπούμαι, θλίβομαι). -
20 лежать
лежу, лежишь,επιρ. μτχ. лжа, ρ.δ.1. ξαπλώνω, πλαγιάζω, κοίτομαι•лежать на солнце ξαπλάνω στον ήλιο•
лежать ничком ξαπλώνω μπρούμυτα•
лежать ниц ξαπλώνω πρηνηδόν, μπρούμυτα•
-навзничь ξαπλώνω ανάσκελα•
лежать на боку ξαπλώνω στο πλευρό•
лежать на спин ακουμπώ στη ραχη•
лежать пластом ξαπλώνω φαρδιά-πλατιά.
|| μένω•без чувств μένω αναίσθητος•
лежать в обморок μένω λιπόθυμος.
|| είμαι άρρωστος•он -ит в больнице αυτός είναι άρρωστος στο νοσοκομείο.
|| σε συνδυασμό με λέξεις της ίδιας ρίζας: «лежмя», «лежнем», «в лёжку» προσδίδει επίταση•в лёжку лежать ξαπλώνω φεφδιά-πλατιά.
|| κείμαι (νεκρός).2. (για αντικείμενα) βρίσκομαι σε οριζόντια θέση, κείμαι. || είμαι, επικάθομαι, κείμαι.4. εκτείνομαι•город -ит на берегу моря η πόλη εκτείνεται κατά μήκος της παραλίας.
5. κάθομαι, κείμαι.6. περικλείνομαι, περιέχομαι.εκφρ.лежать на боку ή на печи – τεμπελιάζω•лежать под сукном – παίραμένω στο χρονοντούλαπό (για αιτήσεις, υποθέσεις κλπ.)• плохо лежит δεν είναι ασφαλισμένα, μπορεί να κλεφτεί•душа ή сердце не -ит к кому-чему – δεν είμαι καλοδιατεθημένος προς κάποιον ή για κάτι.ξαπλώνω, πλαγιάζω.
См. также в других словарях:
ἄρρωστος — weak masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρρωστος — η, ο (AM ἄρρωστος, ον) 1. ο αδύνατος, ο ασθενής 2. ο ψυχικά ασθενής νεοελλ. 1. μτφ. ο καταστενοχωρημένος, αυτός που δεν έχει διάθεση 2. ο παράλογος (π.χ. άρρωστη φαντασία, άρρωστος εγωισμός) αρχ. ο απρόθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ρώννυμαι (παθ … Dictionary of Greek
άρρωστος — η, ο αυτός που πάσχει από κάτι, ο ασθενής: Δυο μήνες πάνε που είναι άρρωστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρρωστότερον — ἄρρωστος weak adverbial comp ἄρρωστος weak masc acc comp sg ἄρρωστος weak neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρωστοτέρων — ἄρρωστος weak fem gen comp pl ἄρρωστος weak masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρωστότατον — ἄρρωστος weak masc acc superl sg ἄρρωστος weak neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρώστως — ἄρρωστος weak adverbial ἄρρωστος weak masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρρωστον — ἄρρωστος weak masc/fem acc sg ἄρρωστος weak neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρωστοτάτη — ἄρρωστος weak fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρωστοτέρους — ἄρρωστος weak masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρωστότατος — ἄρρωστος weak masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)