-
1 άπληστος
[аплистос] εκ. ненасытный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άπληστος
-
2 жадный
жадный τσιγκούνης λαίμα ργος, άπληστος (ненасытный)* * *τσιγκούνης; λαίμαργος, άπληστος ( ненасытный) -
3 алчный
а́лчн||ыйприл ἀπληστος, πλεονέκτης. -
4 жадный
жадн||ыйприл1. λαίμαργος, ἀπληστος, πλεονέκτης·2. перен ἀκόρεστος, διψασμένος:смотреть \жадныйыми глазами τρώγω μέ τά μάτια μου·3. (скупой) τσιγγούνης. -
5 корыстный
корыстныйприл ἰδιοτελής, συμφερον-τολόγος, ἀπληστος. -
6 корыстолюбивый
корысто||люби́выйприл ἄπληστος, πλεονέκτης, ἰδιοτελής. -
7 ненасытный
ненасытн||ыйприл ἀχόρταγος, ἀκόρεστος, ἀδηφάγος / ἄπληστος (жадный). -
8 стяжатель
стяжа||тельм ὁ φιλοχρήματος, ὁ ἀπληστος. -
9 алчный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно;1. παλ.άπληστος, αχόρταγος, ακόρεστος.2. μτφ. πλεονέκτης. -
10 жадный
επ., βρ: -цен, -дна, -дно.1. αχόρταγος, ανεχόρταγος, άπληστος, αδηφάγος•жаден к деньгам παραδόπιστος, τσιφούτης.
|| πεινασμένος, λιμασμένος, θεονήστικος. || διψασμένος, βουλιμιακός•смотреть -ыми глазами εποφθαλμιώ.
2. τσιγγούνης, τσιφούτης,καρμίρης, σπαγκοραμμένος, φιλάργυρος. -
11 завидущий
επ. (απλ.) ζηλιάρης, -ινιος• άπληστος, αχόρταγος•глаза -ие ζηλιάρικα μάτια•
-ая женщина ζηλιάρα γυναίκα•
-
12 корыстолюбец
-бца α. άνθρωπος ιδιοτελής, πλέον έκτης, συμφεροντολόγος, άπληστος. -
13 ненасытный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. αχόρταγος, ανεχόρταγος, άπληστος, αδηφάγος.2. μτφ. πλέον έκτης. -
14 обжора
-ы α. κ. θ. α(νε)χόρταγος, λαίμαργος, φαγάς, άπληστος, αδηφάγος, ακόρεστος. -
15 обжорливый
επ.αδηφάγος, ακόρεστος, λαίμαργος, άπληστος, γαστρίμαργος. -
16 хищный
επ., βρ: -щен, -щёна-щёно.1. αρπακτικός•-ые животные αρπακτικά ζώα•
-ые птицы αρπακτικά πτηνά•
-ые когти αρπακτικά νύχια.
|| αδηφάγος, άπληστος, αχόρταγος•взгляд αρπαχτικό βλέμμα•
-ая наклонность αρπακτική κλίση (ροπή).
2. μτφ. ληστρικός, εκμεταλλευτικός. -
17 чревоугодник
-а α.-ца, -ы θ.αχόρταγος, -η, αδηφάγος, -α, άπληστος, -η• κοιλιόδουλος, -η.
См. также в других словарях:
ἄπληστος — insatiate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άπληστος — η, ο (AM ἄπληστος, ον) [πίμπλημι] ακόρεστος, αχόρταγος, πλεονέκτης … Dictionary of Greek
άπληστος — η, ο επίρρ. α αχόρταγος, πλεονέχτης: Ήταν υπερβολικά άπληστος· όλα τα ήθελε δικά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἄπληστος πίθος. — ἄπληστος πίθος. См. Бездонная бочка … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἀπληστότερον — ἄπληστος insatiate adverbial comp ἄπληστος insatiate masc acc comp sg ἄπληστος insatiate neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπληστοτέρων — ἄπληστος insatiate fem gen comp pl ἄπληστος insatiate masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπληστότατα — ἄπληστος insatiate adverbial superl ἄπληστος insatiate neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπληστότατον — ἄπληστος insatiate masc acc superl sg ἄπληστος insatiate neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλήστως — ἄπληστος insatiate adverbial ἄπληστος insatiate masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπληστον — ἄπληστος insatiate masc/fem acc sg ἄπληστος insatiate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπληστοτάτοις — ἄπληστος insatiate masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)