-
1 бесконечный
άπειρος, απέραντος, ατελείωτος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бесконечный
-
2 безграничный
-
3 неопытный
-
4 неискушенный
неискушенн||ыйприл ἀγνός, ἀθῶος / ἀπειρος, ἀτζαμής (неопытный):\неискушенныйый в политике ἄπειρος στήν πολιτική. -
5 неискушённый
επ.άπειρος, αδαής, ατζαμής• ανεξάσκητος, αξέβγαλτος•неискушённый человек в политике άπειρος άνθρωπος στην πολιτική.
-
6 неопытный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноάπειρος, αδαής, άπραγος, ατζαμής•неопытный врач άπειρος γιατρός.
|| άβγαλτος, αξέβγαλτος (που δεν έχει πείρα της ζωής, της κοινωνίας). -
7 ребёнок
-нка, πλθ. ребята, -бят α.(στον πλθ. χρησιμοποιείται και αντί του «дети»)1. παιδί, παιδάκι, παιδάριο•маленькие -ята играли во дворе τα μικρά παιδιά (παιδάκια) έπαιζαν στην αυλή.
|| βρέφος, μωρό, νήπιο•ребёнок грудной ребёнок γαλαθηνό τέκνο (βυζανιάρικο).
2. τέκνο, παιδί•у нас родился второй ребёнок κάναμε (αποχτήσαμε) και δεύτερο παιδί.
3. μτφ. άπειρος, πρωτόβγαλτος•он настоящий ребёнок αυτός είναι τελείως άπειρος (σαν το παιδί).
-
8 скороспелый
επ., βρ: -спел, -а, α.1. πρώιμος•-ые груши πρώιμα αχλάδια.
|| (για ζώα) • γρήγορης ανάπτυξης•-ые породы животных ράτσες ζώων γρήγορης ανάπτυξης.
2. μτφ. άπειρος, ανώριμος, μη φυσιολογικά αναπτυγμένος•-поэт άπειρος ακόμα ποιητής.
3. βιαστικός, εσπευσμένος•-ое решение βεβιασμένη απόφαση.
-
9 неисчислимый
αμέτρητος, άμετροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > неисчислимый
-
10 неограниченно
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > неограниченно
-
11 разрешение
1. (официальный документ) η (έγγραφος) άδει/αсрок действия - я διορία/ισχύς - ας2.(способность различать объекты расположенные близко друг от друга) η διακριτική/διαχωριστική ικανότηταидеальное - άπειρος -., ιδανική -3. (задачи, проблемы и т.п.) η λύση, η επίλυση, ο διακανονισμός, η διευθέτηση 4. (позволение) η άδεια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разрешение
-
12 безграничный
безграничныйприл в разн. знач. ἀπειρος, ἀπέραντος, ἀπεριόριστος. -
13 бесконечный
бесконечн||ыйприл1. ἀπειρος, ἀπέραντος, ἀτελείωτος:\бесконечныйая доброта ἡ ἀπέραντη καλωσύνη; \бесконечныйая дробь мат τό ἀπειροστό[ν];2. (вечный) αίώ-νιος:\бесконечныйые жалобы τά ἀτελείωτα παράπονα -
14 бескрайний
бескрайнийприл ἀπειρος, ἀπέραντος, ἀπεριόριστος. -
15 желторотый
желторотыйприл \.:\желторотый птенец ὁ νεοσσός·2. перен разг ἀπειρος:\желторотый юнец τό βυζανιάρικο. -
16 малосведущий
малосведущийприл ἀνίδεος, Απειρος. -
17 неграмотный
негра́мотн||ыйприл1. ἀγράμματος, ἀναλράβητος / ἀνορθόγραφος (о написанном)/ γεμάτος λάθή (с ошибками):\неграмотныйое письмо γράμμα γεμάτο λάθη· \неграмотныйая речь ἡ ἀγράμματη ὁμιλία·2. перен ἀμαθής, ἀτζαμής, ἄπειρος / ἄτεχνος, κακότεχνος, ἀγράμματος (о работе, рисунке):\неграмотныйый архитектор ὁ ἀτζα-μῆξ ἀρχιτέκτων3. м ὁ ἀγράμματος. -
18 неизмеримый
неизмери́м||ыйприл ἀμετρος, ἀμέτρητος, ἀπέραντος, ἀπειρος / ἀχανής (о пространстве):\неизмеримыйая глубина τό ἀμέτρητο βάθος· \неизмеримыйая печаль ἡ ἀπέραντη θλίψη. -
19 неисчислимый
неисчисли́м||ыйприл ἀμέτρητος, ἄμε-τρος, ἀναρίθμητος, ἀπειρος:\неисчислимыйые жертвы τά ἀναρίθμητα (или ἀπειρα) θύματα. -
20 необозримый
необозрим||ыйприл ἀπέραντος, ἀχανής, ἀπειρος:\необозримыйое пространство ἡ ἀπέραντη Εκταση.
См. также в других словарях:
ἄπειρος — 1 without trial masc/fem nom sg ἄπειρος 2 boundless masc/fem nom sg ἄ̱πειρος , ἤπειρος terra firma fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άπειρος — (I) η, ο (AM ἄπειρος, ον) [πείρα] 1. αυτός που δεν έχει πείρα σε κάτι, που δεν το γνωρίζει, ο ασυνήθιστος 2. (απολ.) αδαής, αμαθής. (II) η, ο (AM ἄπειρος, ον) [πείραρ, πέρας] 1. απεριόριστος, απέραντος 2. αμέτρητος, απειροπληθής 3. το ουδ. ως ουσ … Dictionary of Greek
άπειρος — η, ο επίρρ. α 1. πρωτόπειρος, αδαής, αδέξιος: Ήταν γιατρός νέος κι άπειρος. 2. απέραντος, ατέλειωτος, αχανής: Άπειρη είναι η ευγνωμοσύνη μου. 3. αναρίθμητος: Άπειρα πλήθη κόσμου συγκεντρώθηκαν, για να ακούσουν τον ομιλητή. Το ουδ., το άπειρο ως… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπειρότερον — ἄπειρος 1 without trial adverbial comp ἄπειρος 1 without trial masc acc comp sg ἄπειρος 1 without trial neut nom/voc/acc comp sg ἄπειρος 2 boundless adverbial comp ἄπειρος 2 boundless masc acc comp sg ἄπειρος 2 boundless neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειροτέρων — ἄπειρος 1 without trial fem gen comp pl ἄπειρος 1 without trial masc/neut gen comp pl ἄπειρος 2 boundless fem gen comp pl ἄπειρος 2 boundless masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειρότατα — ἄπειρος 1 without trial adverbial superl ἄπειρος 1 without trial neut nom/voc/acc superl pl ἄπειρος 2 boundless adverbial superl ἄπειρος 2 boundless neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειρότατον — ἄπειρος 1 without trial masc acc superl sg ἄπειρος 1 without trial neut nom/voc/acc superl sg ἄπειρος 2 boundless masc acc superl sg ἄπειρος 2 boundless neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπείρω — ἄπειρος 1 without trial masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄπειρος 1 without trial masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἄπειρος 2 boundless masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄπειρος 2 boundless masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀ̱πείρω , ἀπειρόω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπείρως — ἄπειρος 1 without trial adverbial ἄπειρος 1 without trial masc/fem acc pl (doric) ἄπειρος 2 boundless adverbial ἄπειρος 2 boundless masc/fem acc pl (doric) ἀ̱πείρως , ἀπειρόω multiply to infinity imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀπειρόω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπειρον — ἄπειρος 1 without trial masc/fem acc sg ἄπειρος 1 without trial neut nom/voc/acc sg ἄπειρος 2 boundless masc/fem acc sg ἄπειρος 2 boundless neut nom/voc/acc sg ἄ̱πειρον , ἤπειρος terra firma fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειροτάταις — ἄπειρος 1 without trial fem dat superl pl ἄπειρος 2 boundless fem dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)