Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

άπαλο-τρεφής

См. также в других словарях:

  • τρέφος — ους, τὸ, Α θρέμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρέφ τού τρέφω*, απ όπου τα σύνθ. σε τρεφής (πρβλ. ἀνεμο τρεφής, ἁπαλο τρεφής)] …   Dictionary of Greek

  • ολιγοτρεφής — ὀλιγοτρεφής, ές (ΑΜ) λιπόσαρκος, ισχνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + τρεφής (< τρέφος < τρέφω), πρβλ. απαλο τρεφής] …   Dictionary of Greek

  • πολυτρεφής — ές, ΜΑ πολυτραφής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τρεφής (< τρέφος < τρέφω), πρβλ. απαλο τρεφής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»