-
1 безвкусный
безвкусный 1) (о пище) άνοστος 2) (неизящный) ακα λαίσθητος, χωρίς γούστο* * *1) ( о пище) άνοστος2) ( неизящный) ακαλαίσθητος, χωρίς γούστο -
2 невкусный
-
3 пресный
пресн||ыйприл1. ἀνούσιος, ἄνοστος / δζυμος (о хлебе):\пресныйая вода́ τό γλυκό νερό·2. пере ἡ. ἄνοστος, γλυκανάλατος:\пресныйые остроты τ' ἀνάλατα ἀστεΐα. -
4 пресный
επ., βρ: -сен, -сна, -ско.1. άνοστος, ανούσιος•-ая пища άνοστη τροφή•
-ое блюдо άνοστο φαγητό.
2. μτφ. ανάλατος, άνοστος, γλυκανάλατος, άχαρος•-ые остроты άχαρες εξυπνάδες, άνοστα έξυπνα.
3. του γλυκού νερού•-ое озеро λίμνη του γλυκού νερού•
-ая вода το γλυκό νερό (ως αντώνυμο του αρμυρού, θαλασινού).
|| άζυμος•пресный хлеб άζυμο ψωμί.
-
5 пресный
1. (лишённый характерного вкуса вследствие отсутствия соли) άνοστος, ανάλατος, άναλος 2. (о тесте) άζυμος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пресный
-
6 безвкусный
безвку́сныйприл1. ἀνοστος'2. (об одежде и т. п.) χωρίς γοῦστο, ἀκαλαίσθητος, ἀπειρόκαλος, ἀχαρις, ἀκομψος. -
7 бесцветностьый
бесцветность||ыйприл1. ἀχρους, ἀχρωμος;2. перен ἀνοστος, ἀχαρις, ἀχρωμάτιστος. -
8 бурда
бурда́ж разг τό νεροζοῦμι, τό νερό-πλυμα, ὁ ἄνοστος ζωμός. -
9 вкус
вкусм1. (ощущение) ἡ γεύση [-ις], ἡ οὐσία, ἡ νοστιμάδα:приятный на \вкус εὐχάριστος στή γεύση· пробовать на \вкус δοκιμάζω τή γεύση· без \вкуса ἀνοστος·2. (чувство изящного) τό γούστο, ἡ καλαισθησία, ἡ φιλοκαλία:плохой \вкус τό κακό γούστο, ἡ ἀκαλαισθησία· иметь хороший \вкус ἔχω καλό γούστο· быть одетым со \вкусом εἶμαι ντυμένος μέ γούστο·3. (склонность) ἡ ορεξη [-ις], τό γούστο, ἡ κλίση[-ις] (πρός), ἡ ἐπιθυμία:\вкус к поэзии ἡ κλίση πρός τήν ποίηση· это дело \вкуса εἶναι ζήτημα γούστου· на \вкус и на цвет товарищей нет посл. περί ὁρέξεως οὐδείς λόγος, ὁ καθ' ἕνας μέ τό γούστο του·4. (стиль, манера) τό στυλ, τό ϋφος, ἡ μανιέρα:это не в моем \вкусе αὐτό δέν εἶναι τοῦ γούστου μου· ◊ войти во \вкус γλυκαίνουμαι, ἀρχίζω νά νιώθω (или νά καταλαβαίνω), ἀρχίζει νά μου ἀρέσει κάτι. -
10 неаппетитный
неаппети́тн||ыйприл ἀνοστος / перен ἀντιπαθητικός, ἀποκρουστικός:\неаппетитныйая еда ἄΥοστο φαγητό· \неаппетитный вид ἀποκρουστική ὅψη. -
11 невкусный
невку́сн||ыйприл ἄνοστος, ἀνούσιος:это \невкусныйο δέν εἶναι νόστιμο, δέν Εχει νοσ-τιμάδα. -
12 неостроумный
неостроумныйприл σαχλός, ἀνόητος, ἄνοστος. -
13 травянистый
травян||йстыйприл1. ποώδης, χορτώ-δης·2. (безвкусный) разг ἄνοστος, ἀνούσιος. -
14 неаппетитный
[νιαππιτίτνυΐ] εκ. άνοστος -
15 невкусный
[νιβκούσνυϊ] εκ. άνοστος -
16 неаппетитный
[νιαππιτίτνυϊ] επ άνοστος -
17 невкусный
[νιβκούσνυϊ] επ άνοστος -
18 безвкусный
επ., βρ: -сен, -сна, -сноάνοστος•-ая еда άνοστο φαγητό.
|| ακαλαίσθητος, αφιλόκαλοςαπειρόκαλος, άχαρος, χωρίς γούστο. -
19 неаппетитный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноανορεκτικός, άνοστος. || μτφ. άχαρος, αντιπαθητικός, αποκρουστικός. -
20 невкусный
επ., βρ: -сен, -сна, -сноάνοστος•невкусный суп άνοστη σούπα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἄνοστος — unreturning masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνοστος — (I) ἄνοστος, ον (Α) [νόστος «επιστροφή»] εκείνος που δεν επέστρεψε ή δεν επιστρέφει στην πατρίδα («πάντες ἐγένοντο ἄνοστοι»). (II) η, ο (Α ἄνοστος, ον) [νόστος (II) «γεύση»] χωρίς νοστιμιά, άγευστος, ανούσιος νεοελλ. εκείνος που δεν προκαλεί… … Dictionary of Greek
άνοστος — η, ο επίρρ. α ανούσιος, άχαρος: Τα κοτόπουλα τα τελευταία χρόνια είναι τελείως άνοστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνόστως — ἄνοστος unreturning adverbial ἄνοστος unreturning masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνοστον — ἄνοστος unreturning masc/fem acc sg ἄνοστος unreturning neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοστότερα — ἄνοστος unreturning neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνόστους — ἄνοστος unreturning masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνόστων — ἄνοστος unreturning masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνοστοι — ἄνοστος unreturning masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξανοστεύω — 1. γίνομαι άνοστος, ανοσταίνω 2. χάνω την ανοστιά μου («με αυτό το φάρμακο ξανοστεύει το στόμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. και στερ. ξ(ε) * + ανοστεύω (< άνοστος)] … Dictionary of Greek
Pontic Greek — language name=Pontic Greek nativename=Ποντιακά, Ρωμαίικα familycolor=Indo European states=Greece, Russia, Ukraine, Georgia, Kazakhstan, Turkey, Germany, The Netherlands region=Southeastern Europe speakers=324,535 fam2=Greek fam3=Koine… … Wikipedia