-
1 ближайший
υπερθ. βαθμός του επ. близкий.1. πλησιέστατος, εγγύτατος, ο πλησιέστερος•-ая почта το τιλησιέστερο ταχυδρομείο•
-ие родственники οι πλησιέστεροι συγγενείς•
в -ем будущем στο πιο σύντομο (κοντινό) μέλλον•
в -ие дни στις προσεχείς μέρες.
|| άμεσος•-ие задачи τα άμεσα καθήκοντα.
2. ο αμέσως επόμενος, ο άμεσος•ближайший начальник ό άμεσος προϊστάμενος.
|| προσωπικός, άμεσος, χωρίς μεσολάβηση άλλου•при -щем участии με άμεση συμμετοχή•
при -щем рассмотрении ύστερα από προσωπική εξέταση.
-
2 прямой
1. (ровно вытянутый в каком-л. направлении, без изгибов) ίσιος, ευθύς 2. (обеспечивающий непосредственную связь с кем-, чем-л.) άμεσος 3. (непосредственный, без промежуточных ступеней) άμεσος, ευθύς 4. (откровенный, правдивый) ειλικρινής, ευθύς 5. (явный, открытый) φανερός, πασίδηλος, πασιφανής, ολοφάνερος 6. (несомненный, безусловный, очевидный) πραγματικός, γνήσιος, άμεσος, αληθινός 7. мат. ορθ/ός 8. грам. άμεσ/ος 9. (мед., анат.) ορθ/ός- ая кишка - ό έντερο, το ορθόν.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прямой
-
3 прямой
прям||ойприл1. εὐθύς, ίσιος:\прямойа́я линия ἡ εὐθεία γραμμή· \прямойа́я дорога ὁ ἰσιος δρόμος, ἡ εὐθεία Οδός· идти \прямойым путем πηγαίνω κατ' εὐθεΐαν·2. (непосредственный) ἄμεσος, κατ· εὐθεΐαν:\прямой налог ὁ ἄμεσος φόρος· \прямойые выборы οἱ ἐκλογές μέ ἄμεση ψηφοφορία· \прямойо́е сообщение ἡ ἀπ' εὐθείας συγκοινωνία· спальный вагон \прямойо́го сообщения ἡ κλινάμαξα (или τό βαγκόν-λι) κατ· εὐθεΐαν συγκοινωνίας·3. (настоящий, явный) καθαρός, πραγματικός:\прямой убыток ἡ καθαρή ζημία· \прямойая выгода τό καθαρό κέρδος· \прямойая необходимость ἡ ἄμεση ἀνάγκη·4. (о характере) εὐθύς, ντόμπρος/ εἰλικρινής (откровенный):\прямой человек εὐθύς (или ντόμπρος) ἀνθρωπος· ◊ \прямойа́я кишка анат. τό ἀπηυθυσμένον (или τό ὁρθόν) ἔντερον \прямой угол мат ἡ ὁρθή γωνία· \прямойая речь ὁ ἄμεσος λόγος· \прямойо́е дополнение гран. τό ἄμεσο[ν] ἀντικείμενο[ν]· в \прямойо́м смысле μέ τήν κυριολεκτική σημασία· вести огонь \прямойой наводкой воен. βομβαρδίζω μέ ἄμεση βολή· \прямойое попадание воен. κατ' εὐθεΐαν πάνω στό στόχο. -
4 немедленный
-
5 непосредственный
-
6 прямой
прямой 1) ίσιος, ευθύς 2) (непосредственный ) άμεσος 3) (правдивый) τίμιος, ειλικρινής* * *1) ίσιος, ευθύς2) ( непосредственный) άμεσος3) ( правдивый) τίμιος, ειλικρινής -
7 ближайший
ближайш||ий(превосх. ст. от близкий)1. (по месту) κοντινότερος, πλησιέστερος, ἐγγύτατος/ γειτονικός (соседний);2. (по времени) προσεχής, ἐπικείμενος:в \ближайшийем бу́дущем είς τό ἐγγύς μέλλον, ἐντός ὁλίγου, πολύ σύντομα;3. (непосредственный) ἄμεσος:\ближайший начальник ὁ ἄμεσος προϊστάμενος; \ближайшийая задача τό ἀμεσο καθήκον при \ближайшийем участии μέ τήν προσωπική συμμετοχή; при \ближайшийем рассмотрении ὑστερα ἀπό προσεχτική ἐξέταση;4. (о родне, друзьях) στενός:\ближайшийие родственники ὁΐ στενοί συγγενείς. -
8 непосредственный
επ., βρ: -вен, -венна, -оάμεσος•-начальник άμεσος προϊστάμενος•
под -ым руководством με την άμεσο καθοδήγηση.
|| φυσικός, απλός απροσποίητος. || αυθόρμητος, ενστικτώδης. -
9 прямой
επ., βρ: прям, пряма, прямо.1. ευθύς, ίσιος•-ая линия ευθεία γραμμή•
-ая дорога ίσιος δρόμος•
прямой нос ίσια μύτη•
-ые волосы ίσια μαλλιά.
2. άμεσος•говорить по -мому проводу μιλώ απ ευθείας με το τηλέφωνο•
-ые выборы άμεσες εκλογές•
прямой налог άμεσος φόρος.
3. ειλικρινής, ακραιφνής, φιλαλήθης.4. φανερός, ολοφάνερος, κατάφωρος•прямой вызов φανερή πρόκληση•
прямой обман ολοφάνερη απάτη.
|| πραγματικός, γνήσιος, αληθινός. || καθαρός•-ая польза καθαρό όφελος•
-ая выгода καθαρό κέρδος•
прямой убыток καθαρή ζημιά (έλλειμμα).
5. ουσ. -ая θ. (μαθ.) η ευθεία (γραμμή).εκφρ.- ая пропорциональность – (μαθ.) ευθεία αναλογία•прямой ворот – ίσιος (ορθός) γιακάς•прямой выстрел – ευθυτενής βολή•- ое дополнение – (γραμμ.) άμεσο αντικείμενο•-ая дорога- путь – σύντομος δρόμος (επιτυχίας, σκοπού κ.τ.τ.)• -ая кишка το απευθυσμένο ή ορθό έντερο•- ая линия родства – οι κατιόντες συγγενείς•- ое попадание – ευθυβολία, ευστοχία•- ая речь – (γραμμ.) ο ευθύς λόγος•угол – ορθή γωνία•в -ом смысле слова – στην κυριολεξία. -
10 впрыск
η έγχυση, το έγχυμαбескомпрессорный - см. безвоздушный -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > впрыск
-
11 множитель
ο πολλαπλασιαστήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > множитель
-
12 налог
ο φόρ/οςльготы на - η φορολογική απαλλαγή, η φορολογική ατέλειαнеоблагаемый - ом αφορολόγητος, χωρίς φορολογική επιβάρυνσηоблагать - ом φορολογώ, επιβάλλω φόροосвобождение от - ов η φορολογική απαλλαγή, η φορολογική ατέλειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > налог
-
13 неотложность
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > неотложность
-
14 потребитель
1. (юридическое или физическое лицо) о χρήστης, ο καταναλωτής 2. (оборудование, система) το φορτίο, ο εξοπλισμός κατανάλωσηςтехнологический - τεχνολογικό -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > потребитель
-
15 флотация
горн. о διαχωρισμός (μέσω επίπλευσης)ο εμπλουτισμός ορυκτών (μέσω επίπλευσηςосновная - γενικός -, βασικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > флотация
-
16 незамедлительный
незамедлительн||ыйприл ἀμεσος. -
17 немедленный
немедленн||ыйприл ἀμεσος. -
18 непосредственный
непосредственн||ыйприл1. (прямой) ἀμεσος, εὐθύς:под \непосредственныйым руководством ὑπό τήν ἄμεση καθοδήγηση· \непосредственныйый результат τό ἄμεσο ἀποτέλεσμα·2. (естественный) εἰλικρινής, αὐθόρμητος / ἀφελής, ἀπλοϊκός (о детях). -
19 очередной
очередн||ойприл1. (стоящий на очереди) ἀμεσος:\очереднойа́я задача τό ἀμεσο καθήκον2. (следующий, ближайший) ἐπόμενος, προσεχής·3. (обычный) τακτικός/ νέος, κανονικός (повторяющийся, возникающий время от времени):\очередной отпуск ἡ κανονική ἀδεια ἀναπαύσεως· \очередной скандал ἀλλο ἕνα σκάνδαλο· состоялся \очередной пленум συνήλθε ἡ τακτική ὁλομέλεια. -
20 незамедлительный
[νιζαμιντλίτιλ'νυΐ] εκ. άμεσος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἄμεσος — immediate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμεσος — η, ο (Α ἄμεσος, ον) αυτός που γίνεται ή υπάρχει δίχως τη μεσολάβηση κάποιου άλλου, «άμεση συμμετοχή» (αυτοπρόσωπη), «άμεσοι φόροι» (αυτοί που καταβάλλονται στο κράτος απευθείας από τον πολίτη) (αντίθ. έμμεσος) νεοελλ. 1. αυτός που συμβαίνει δίχως … Dictionary of Greek
άμεσος — η, ο επίρρ. άμεσα και αμέσως 1. αυτός που γίνεται ή υπάρχει χωρίς κάποιον διάμεσο: Επιβλήθηκαν καινούργιοι άμεσοι φόροι. 2. αυτός που συμβαίνει χωρίς τη μεσολάβηση χρονικού διαστήματος: Χρειάζεται άμεση χειρουργική επέμβαση. 3. αυτός που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμέσω — ἄμεσος immediate masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄμεσος immediate masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμέσως — ἄμεσος immediate adverbial ἄμεσος immediate masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄμεσον — ἄμεσος immediate masc/fem acc sg ἄμεσος immediate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμέσοις — ἄμεσος immediate masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμέσου — ἄμεσος immediate masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμέσους — ἄμεσος immediate masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμέσων — ἄμεσος immediate masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμέσῳ — ἄμεσος immediate masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)