-
1 άλυτος
[алитос] εκ. неразвязанный, неразрешённый,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άλυτος
-
2 неразрешимый
-
3 неразрешимость
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > неразрешимость
-
4 неразгаданный
неразгаданныйприл ἀμάντευτος, ἀλυτος / ἀνεξιχνίαστος (о тайне и т. п.). -
5 неразрешенный
неразрешенныйприл1. (запрещенный) ἀπαγορευμένος·2. (нерешенный) ἀνεπίλυτος, ἀλυτος. -
6 неразрешенныйймый
неразрешенный||ймыйприл ἀλυτος. -
7 нерешенный
нерешенн||ыйприл ἄλυτος:\нерешенный вопрос ἀλυτο ζήτημα· \нерешенныйая задача τό ἄλυτο πρόβλημα. -
8 неразрешимый
[νιραζρισόμυΐ] εκ. άλυτος -
9 нерешенный
[νιρισιόννυϊ] εχ. άλυτος -
10 неразрешимый
[νιραζρισόμυϊ] επ άλυτος -
11 нерешенный
[νιρισιόννυϊ] εχ. άλυτος -
12 неразгаданный
επ.αμάντευτος• άλυτος ανεξήγητος, αινιγματικός•неразгаданный ребус αμάντευτος γρίφος•
-ая надпись δυσανάγνωστη επιγραφή.
|| ακατάληπτος, δυσκολονόητος. -
13 неразрешённый
επ.1. απαγορευμένος•-ая игра απαγορευμένο παιγνίδι•
-ая книга απαγορευμένο βιβλίο.
2. άλυτος, ανεπίλυτος•вопрос άλυτο ζήτημα.
-
14 неразрешимый
επ., βρ: -шим, -а, -оάλυτος, ανεπίλυτος•-ая задача άλυτο πρόβλημα.
См. также в других словарях:
ἄλυτος — not to be loosed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλυτος — η, ον (AM ἄλυτος, ον) 1. γεν. αυτός που δεν λύθηκε ή δεν μπορεί να λυθεί 2. άρρηκτος, αδιάσπαστος, στέρεος 3. συνεχής, αδιάκοπος, ακατάλυτος και (στα μσν.) αιώνιος 4. ο μη χαλαρωμένος, ο αχαλάρωτος νεοελλ. αρχ. αυτός τού οποίου δεν βρέθηκε η λύση … Dictionary of Greek
άλυτος — η, ο αυτός που δε λύθηκε ή δεν μπορεί να λυθεί: Έχω τα προβλήματα ακόμη άλυτα. – Το πρόβλημα αυτό είναι άλυτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀλύτως — ἄλυτος not to be loosed adverbial ἄλυτος not to be loosed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλυτον — ἄλυτος not to be loosed masc/fem acc sg ἄλυτος not to be loosed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλυτώτεροι — ἄλυτος not to be loosed masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλύτοιο — ἄλυτος not to be loosed masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλύτοις — ἄλυτος not to be loosed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλύτοισι — ἄλυτος not to be loosed masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλύτου — ἄλυτος not to be loosed masc/fem/neut gen sg ἀλύτης police officer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλύτους — ἄλυτος not to be loosed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)