Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

άλατο

См. также в других словарях:

  • ἀλᾶτο — ἀ̱λᾶτο , ἀλάομαι wander imperf ind mp 3rd sg (doric aeolic) ἀλάομαι wander imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλας — Βλ. λ. άλατα. * * * ( ατος), το (Α ἅλας) (νεοελλ. και αλάτι, το αρχ. και ἅλς ἁλός, ο) 1. το χλωριούχο νάτριο, το μαγειρικό αλάτι που χρησιμοποιείται στη μαγειρική και στη συντήρηση τροφίμων (βλ. λ. άλατα) 2. η δύναμη που συντηρεί και κάνει… …   Dictionary of Greek

  • αλάτι — Όρος με τον οποίο στην καθομιλουμένη υποδηλώνεται το χλωριούχο νάτριο (NaCl), που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη μαγειρική. Στη φύση υπάρχει στο θαλασσινό νερό (από το οποίο εξάγεται με εξάτμιση στις αλυκές) και σε γεωλογικά κοιτάσματα (ορυκτό… …   Dictionary of Greek

  • ALEIUS Campus — locus Lyciae, in quem cecidit Bellerophontes, cum a Pegaso ab oestro agitato excuteretur: Sic dictus, quod in eo caecus errâsset Bellerophon, donec periret. Dionysius Perieg. v. 872. Κεῖθι δὲ τὸ πεδίον τὸ Α᾿λη̈́ιον, τȏυ κατὰ νῶτα Α᾿νθρώπων… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • νεφρό — Όργανο που παράγει τα ούρα, με τα οποία αποβάλλεται το περισσευούμενο νερό, τα άλατα και τα άχρηστα προϊόντα του μεταβολισμού· εκτός από τη λειτουργία αυτή απέκκρισης το ν. παράγει ουσίες που συμβάλλουν στη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης και στην… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»