-
101 μεσακτος
-
102 Ολοφυξος
ἡ Олофикс ( город на п-ове Ἀκτή в Халкидике) Her., Thuc. -
103 οτε
I.adv. иногда, временамиὁ. μὲν … ὁ. δέ (πάλιν δέ, ἤ) Arst., ὁ. μὲν …ἄλλοτε (ἄλλοτε δέ, ἄλλοτε δ΄ αὖ) Hom., ὁ. μὲν …ποτὲ δέ Polyb. — иногда …иногда, когда …когда, то …то
II.IIIconj.1) когда, в то время как(νύκτα δι΄ ὀρφναίην, ὅ. θ΄ εὕδουσι βροτοί Hom.)
τότε … ὅ. Hom. — тогда …когда;ὅ. …τηνικαῦτα или τοτηνίκα Soph. — когда …тогда;ἦν ποτε χρόνος, ὅ. θνητὰ γένη οὐκ ἦν Plat. — было некогда время;— когда смертных не существовало;ἔσθ΄ и ἔστι(ν), ὅ. … Her., Soph., Xen. — случается, когда …(бывает, что …);ὅ. οἱ πολέμιοι ἑπικέοιντο Xen. — всякий раз как враги наседали;ὅ. μέ (= εἰ μέ) αὐτός γε κελεύοι Hom. — если только он сам не прикажет;ὡς ὅ. κῦμα ἀκτῇ ἐφ΄ ὑψηλῇ, ὅ. κινήσῃ Νότος Hom. — (ахейцы зашумели), словно когда волна (шумит) о высокий берег, когда поднимет (ее) Нот2) ибо, так как(ὤ μοι ἐγών, ὅ. Σαρπηδόνα μοῖρ΄ ὑπὸ Πατρόκλοιο δαμῆναι Hom.)
ὅ. δέ τοῦτο ὅ ἔρως ἐστὴν ἀεί Plat. — поскольку любовь всегда такова3) (после verba sciendi, audiendi и т.п. = ὅτι См. οτι) что, какοὐδ ἔλαθ΄ Αἴαντα Ζεύς, ὅ. δέ Τρώεσσι δίδου νίκην Hom. — не ускользнуло от Эанта, что Зевс троянцам даровал победу;
μεμνημένοι τὸν βασιλέα, ὅ. ἐσβαλὼν τῆς Ἀττικῆς ἐς Ἐλευσῖνα Thuc. — вспоминая, как (спартанский) царь вторгся в Аттику до Элевсина -
104 παλυνω
1) сыпать, насыпать(ἄλφιτα λευκά Hom.; κόνιν ἐπὴ χρωτί Soph.)
π. ἀλφίτου ἀκτῇ Hom. — посыпать (свиную тушу) зернистой мукой2) покрывать(χιὼν ἐπάλυνεν ἀρούρας Hom.; καλαμῖδα ἰξῷ Anth.; εὐρῶτι παλύνεσθαι Theocr.)
-
105 πολιητις
-
106 ποντιος
3 и 21) морской(ὕδωρ Pind.; κύματα Aesch.; θύελλα Soph.)
2) приморский(Ἰσθμός Pind.; ἀκτή Aesch.)
3) находящийся в (открытом) мореτινὰ πόντιον πορεύειν Eur. — вывести кого-л. в открытое море4) находящийся в морской глубине(δάκη Aesch.)
Ἅιδην πόντιον πεφευγώς Aesch. — избежавший смерти в морской пучине;ἀφιέναι (τινὰ) πόντιον Eur. — бросать кого-л. в море5) прибывший из-за моря, заморский(ξεῖνος Aesch.)
6) повелевающий морем(Ποσειδάων HH.; Θέτις Pind.)
-
107 προβλης
-
108 Σηπιας
- άδος (ᾰδ) ἥ (ἀκτή или χοιράς) Сепиада ( мыс на юге п-ва Магнесия в Фессалии) Her. -
109 Σισυφις
-
110 Σκειρων
v. l. Σκίρων (ῑ), ωνος ὅ Скирон (разбойник, живший на границе Аттики и Мегариды и убитый Тесеем) Soph., Xen., Plat., Arst.Σκείρωνος ἀκτή или ἀκταί Soph., Eur. — Скироновы скалы (местность, где жил Скирон)
-
111 τραχυς
1) шероховатый, шершавый(λίθος Hom.; σῶμα Xen.)
2) колючий, острый(ἄκανθαι Plut.)
3) жесткий(χαλινός Xen.)
4) обрывистый(ἀκτή Hom.)
5) скалистый, каменистый, неровный(Ἰθάκη Hom.; γῆ Her.; ὁδός Plat.)
6) косматый, обросший шерстью(Πάν Plat.)
7) грубый, низкий(φωνή Plat.)
τῇ φωνῇ τ. Xen. — с грубым голосом8) жестокий(ὑσμίνη Hes.)
9) мучительный, тяжелый(νοσήματα Plat.)
10) бурливый, бурный(ποταμός Xen.)
11) душный, удушливый(ἀήρ Plut.)
12) суровый, строгий(δικαστής Aesch.; νόμοι Plat.)
13) неистовый, необузданный(ὀργή Eur.)
14) бедственный, тяжелый15) неотделанный, неуклюжий(στίχος Plut.)
-
112 υπηνεμος
21) слабо дующий, легкий(αὔρα Eur.)
2) защищенный от ветра, подветренный(ἄκροι πάγοι Soph.; ἀκτή Theocr.)
ὑπηνέμους ποιεῖν τὰς νεοττεύσεις Arst. — вить гнезда в укрытых от ветра местах -
113 άξενος
-
114 απότομος
η, ο [ος, ον ]1) крутой, обрывистый;απότομη ακτή — обрывистый берег;
2) резкий; внезапный;απότομες κινήσεις — резкие движения;
απότομη στάση — а) внезапная, неожиданная остановка; — б) резкое торможение;
απότομη μεταβολή τού καιρού — резкая перемена погоды;
3) перен. резкий, грубый; оскорбительный;απότομος άνθρωπος — грубый человек
-
115 αχτή
η см. ακτή -
116 Ακτάς
-
117 Ἀκτᾶς
-
118 Ακτής
-
119 Ἀκτῆς
-
120 Ακτήσι
См. также в других словарях:
Ἀκτῇ — Ἀκτή fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκτή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκτή — headland fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακτή — Ζώνη ξηράς, που βρίσκεται στο όριο επαφής μεταξύ στεριάς και υδάτινων, ωκεάνιων ή θαλάσσιων μαζών. Οι α. δεν αποτελούν ένα γραμμικό όριο μεταξύ των δύο στοιχείων, αλλά τη ζώνη της αμοιβαίας επίδρασής τους και κυρίως του νερού πάνω στη στεριά… … Dictionary of Greek
ἀκτῇ — ἀκτάζω banquet on the shore fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἀκτάζω banquet on the shore fut ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀκτέα elder tree fem dat sg (attic epic ionic) ἀκτή headland fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ακτή Ελεφαντοστού — Κράτος της δυτικής Αφρικής.Συνορεύει στα Α με την Γκάνα, στα Β με την Μπουρκίνα Φάσο (ΒΑ) και το Μάλι (ΒΔ), στα Δ με τη Γουινέα (ΒΔ) και τη Λιβερία (ΝΔ), ενώ στα Ν βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Τα σύνορα της Δημοκρατίας της Α.Ε. δεν… … Dictionary of Greek
Ακτή των Πειρατών — Παράκτια περιοχή του Περσικού κόλπου μεταξύ της χερσονήσου του Κατάρ στα Δ και της χερσονήσου Μουσάνταμ (ακρωτήριο Ομάν) στα Α, η οποία αντιστοιχεί στην ακτή των Hνωμένων Αραβικών Εμιράτων … Dictionary of Greek
ακτή — η παραλία, ακρογιαλιά: Οι ακτές που έχουν αμμουδιά γεμίζουν κόσμο το καλοκαίρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκτῆ — ἀκτέα elder tree fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ακτή Νέων Κερδυλίων — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 75 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βισαλτίας του νομού Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμφίπολης … Dictionary of Greek
Ακτή Ύδρας — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 37 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ερμιονίδας του νομού Αργολίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερμιόνης … Dictionary of Greek