Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

άκαπνος

См. также в других словарях:

  • ἄκαπνος — without smoke masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκαπνος — η, ο (Α ἄκαπνος, ον) αυτός που δεν βγάζει καπνό «άκαπνο σπίτι», «άκαπνον πυρ» νεοελλ. 1. αυτός που έχει μείνει χωρίς τσιγάρα 2. αυτός που δεν καπνίζει 3. όποιος δεν έχει ζήσει τους καπνούς τής μάχης, ο απόλεμος αρχ. 1. αυτός που δεν είναι… …   Dictionary of Greek

  • άκαπνος — η, ο 1. αυτός που δε βγάζει καπνό: Αυτή η μπαρούτη είναι άκαπνη. 2. απόλεμος: Αυτός δεν πήρε μέρος σε πόλεμο, είναι άκαπνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκαπνότερον — ἄκαπνος without smoke adverbial comp ἄκαπνος without smoke masc acc comp sg ἄκαπνος without smoke neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαπνότατα — ἄκαπνος without smoke adverbial superl ἄκαπνος without smoke neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκάπνω — ἄκαπνος without smoke masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄκαπνος without smoke masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκαπνον — ἄκαπνος without smoke masc/fem acc sg ἄκαπνος without smoke neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκάπνοις — ἄκαπνος without smoke masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκάπνου — ἄκαπνος without smoke masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκάπνους — ἄκαπνος without smoke masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκάπνων — ἄκαπνος without smoke masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»