Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

άκαιρα

  • 1 некстати

    Русско-греческий словарь > некстати

  • 2 некстати

    некстати
    нареч σέ ἀκατάλληλη στιγμή, ἀκαιρα, ἄτοπα, ἀνεύθετα:
    кстати и \некстати ὀταν πρέπει κι ὀταν δέν πρέπει· прийти \некстати ἔρχομαι σέ ἀκατάληλη ῶρα· сказать что́-л. \некстати λεγω κάτι ἀκαιρα (или ἀστοχα).

    Русско-новогреческий словарь > некстати

  • 3 несвоевременно

    несвоевременн||о
    нареч ὄχι στήν ῶρα του, (παρ)ἄκαιρα, παρακαίρως, ἄτοπα:
    делать что́-л. \несвоевременно κάνω κάτι ἀκαιρα.

    Русско-новогреческий словарь > несвоевременно

  • 4 вовремя

    вовремя
    нареч ἐγκαιρα, ἐγκαίρως, πάνω στήν ὠρα / στήν κατάλληλη στιγμή (кстати):
    не \вовремя ἀκαιρα, ἄτοπα, σέ ἀκατάλληλη στιγμή.

    Русско-новогреческий словарь > вовремя

  • 5 некстати

    επίρ.
    ακατάλληλα, σε ακατάλληλη στιγμή, άκαιρα, μαλαπροπό•

    кстати и некстати όταν πρέπει και ό.ταν δεν πρέπει•

    пришл -. ήρθε σε ακατάλληλη ώρα•

    сказать что-л. некстати λέγω κάτι που δεν έχει τη θέση του.

    Большой русско-греческий словарь > некстати

  • 6 нелёгкий

    επ., βρ: -лгок, -легка, -легко;
    1. μη ελαφρός βαρΰς•

    -ая ноша βαρύ φορτίο.

    2. επαχθής, καταθλιπτικός, δυσβάσταχτος•

    -ая работа βαριά δουλειά.

    || δύσκολος, δυσχερής, ζόρικος•

    -ая задача δύσκολο πρόβλημα•

    -ая победа δύσκολη νίκη.

    εκφρ.
    - ая нест кого – (απλ.) άκαιρα, σε ακατάλληλη στιγμή έρχεται.

    Большой русско-греческий словарь > нелёгкий

  • 7 неуместно

    επίρ.
    άτοπα, άκαιρα.

    Большой русско-греческий словарь > неуместно

  • 8 отколоть

    -колю, -колешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отколотый, βρ: -лот, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αποκόπτω, κόβω, σπάζω, θραύω αποσπώ•

    отколоть кусочек сахару σπάζω ένα κομματάκι ζάχαρη•

    отколоть щепку от полена βγάζω μια σχίζα από το κούτσουρο•

    отколоть глыбу льда σπάζω ένα μεγάλο κομμάτι πάγο.

    || μτφ. αποχωρίζω, ξεμοναχιάζω, ξεκόβω καταδιώκοντας•

    отколоть оленя от стада ξεμοναχιάζω το ελάφι από το κοπάδι.

    || μτφ. αποσπώ• αποστερώ.
    2. (απλ.) εκφράζομαι άστοχα, άκαιρα, άτοπα•

    отколоть словцо λέγω άστοχη λεξούλα•

    отколоть шутку λέγω άκαιρο (άτοπο) αστείο.

    || χορεύω επιδέξια.
    αποσπώμαι, σπάζω, αποκόπτομαι. || μτφ. ξεκόβω, απομονώνομαι•

    -от товарищей ξεκόβω από τους συντρόφους.

    -олю, -олешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отколотый, βρ: -лот, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    ξεκαρφιτσώνω•

    отколоть бант ξεκαρφιτσώνω το φιόγκο•

    отколоть булавку βγάζω την παραμάνα (καρφίτσα).

    ξεκαρφιτσώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отколоть

См. также в других словарях:

  • ἄκαιρα — ἄκαιρος ill timed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξάκαιρα — [άκαιρα] επίρρ. παράκαιρα, πρόωρα …   Dictionary of Greek

  • ἄκαιρ' — ἄκαιρα , ἄκαιρος ill timed neut nom/voc/acc pl ἄκαιρε , ἄκαιρος ill timed masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακαιροβόας — ἀκαιροβόας, ο (Α) αυτός που βοά, που φωνάζει άκαιρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκαιρος + βοῶ] …   Dictionary of Greek

  • αργά — (Μ ἀργά) επίρρ. [αργός II] 1. σιγά, χωρίς βιασύνη 2. άκαιρα, παράκαιρα 3. το βραδάκι 4. μετά το πέρασμα μιας ορισμένης ώρας 5. σε προχωρημένη βραδινή ώρα 6. ως ουσ. το βράδι 7. φρ. α) «αργά ή γρήγορα» κάποτε στο μέλλον αλλά εξάπαντος β) «κάλλιο… …   Dictionary of Greek

  • αττικός — I Όνομα ιστορικών προσώπων, Ελλήνων και Ρωμαίων, στους ρωμαϊκούς χρόνους. 1. Ηρώδης (βλ. λ. Ηρώδης ο Αττικός). 2. Τίτος Πομπώνιος Α. (Ρώμη 109 32 π.Χ.). Καταγόταν από οικογένεια που καταγόταν απο τον βασιλιά της αρχαίας Ρώμης Νουμά Πομπίλιον.… …   Dictionary of Greek

  • γαμπρός — ο (AM γαμβρός) 1. σύζυγος τής θυγατέρας κάποιου 2. σύζυγος τής αδελφής 3. ο νιόπαντρος ή εκείνος που ετοιμάζεται να παντρευτεί, ο μνηστήρας νεοελλ. 1. καθένας που βρίσκεται σε ηλικία γάμου ή θέλει να παντρευτεί 2. φρ. α) «σαν θέλει η νύφη κι ο… …   Dictionary of Greek

  • καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… …   Dictionary of Greek

  • παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… …   Dictionary of Greek

  • παράκαιρος — η, ο / παράκαιρος, ον, ΝΑ αυτός που γίνεται σε ακατάλληλη στιγμή ή αυτός που γίνεται με καθυστέρηση, άκαιρος, όψιμος, καθυστερημένος. επίρρ... παράκαιρα / παρακαίρως, ΝΑ νεοελλ. 1. σε ακατάλληλη στιγμή, άκαιρα 2. με καθυστέρηση, εκπρόθεσμα αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • παρασύρω — ΝΜΑ, παρασέρνω Ν (για ορμητικό ρεύμα) σύρω βιαίως, κυλώντας ορμητικά αρπάζω και παίρνω μαζί μου, συμπαρασύρω κάποιον ή κάτι (α. «ο χείμαρρος παρέσυρε τα πάντα» β. «του ρεύματος ἡ ὀξύτης πολλοὺς παρέσυρε», Διόδ. Σικ.) νεοελλ. 1. ρίχνω κάτω και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»