Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

άει-φεγγής

См. также в других словарях:

  • ιεροφεγγής — ἱεροφεγγής, ές (Μ) αυτός που εκπέμπει ιερό φέγγος, ιερή λάμψη, αυτός που έχει ιερό φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. αει φεγγής, καλλι φεγγής] …   Dictionary of Greek

  • τηλεφεγγής — ές, Μ αυτός που φέγγει σε μακρινή απόσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. ἀει φεγγής] …   Dictionary of Greek

  • αειφεγγής — ἀειφεγγής, ές (Α) αυτός που φέγγει διαρκώς, ο πάντοτε λαμπρός, φεγγοβόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + φεγγὴς < φέγγος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»