-
1 άδικ'
-
2 ἄδικ'
-
3 ἀδίκημα
A wrong done, Hdt.1.2, 100, etc.: properly, intentional wrong, opp. ἁμάρτημα and ἀτύχημα, Arist.EN 1135b20 sq., Rh. 1374b8;ἀ. ὥρισται τῷ ἑκουσίῳ Id.EN 1135a19
: c. gen., wrong done to..,ἀ. τῶν νόμων D.21.225
: alsoἀ. πρός τινα Arist.Rh. 1373b21
;ἀ. εἴς τι D.37.58
;περί τι Plu.2.159c
:— ἐν ἀδικήματι θέσθαι to consider as a wrong, Th.1.35;ἀ. θεῖναί τι D.14.37
;ψηφίζεσθαί τι ἐν ἀ. εἶναι Hyp.Eux.20
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδίκημα
-
4 ἀδικητέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδικητέον
-
5 ἀδικητής
ἀδικ-ητής, ὁ,A wronger, injurer, Eust. 756.58.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδικητής
-
6 ἀδικητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδικητικός
-
7 ἀδικήω
-
8 ἀδικία
A wrongdoing, injustice,ἀδικίης ἄρχειν Hdt.1.130
, cf. 4.1, E.Or.28, Pl.Grg. 477c, al.; ; 'foul' in racing, Anon. in SE30.15. -
9 ἀδίκιον
ἀδίκ-ιον, τό,A = ἀδίκημα, Hdt.5.89, cf. IG7.235 (pl.) (Orop.); esp. - ίου γραφή suit for malversation, Arist.Ath.54.2, cf. Plu.Per.32; also, damage, PTaur.4.15 (iii B. C.), cf. PPar.14.44 (iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδίκιον
-
10 δικομαχέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δικομαχέω
См. также в других словарях:
ἄδικ' — ἄδικα , ἄδικος wrongdoing neut nom/voc/acc pl ἄδικε , ἄδικος wrongdoing masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)