-
1 άδικος
[адикос] εκ. несправедливый, причиняющий обиду,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άδικος
-
2 напрасный
-
3 неправый
-
4 несправедливый
-
5 неправедный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно παλ.1. άδικος•неправедный начальник άδικος προϊστάμενος.
2. αμαρτωλός•-ая жизнь αμαρτωλή ζωή.
-
6 неправый
επ., βρ: -прав, -а, -оάδικος, που δεν έχει δίκαιο•он -ав αυτός δεν έχει δίκαιο ή αυτός έχει άδικο.
|| παλ. άδικος, που δεν απονέμει το δίκαιο•неправый суд άδικο δικαστήριο.
-
7 несправедливый
επ., βρ: -лив, -а, -оάδικος•несправедливый человек άδικος άνθρωπος•
несправедливый приговор άδικη καταδίκη.
|| μη σωστός, εσφαλμένος, λαθεμένος•-ое мнение μη σωστή γνώμη.
-
8 конь
кон||ьм1. τό ἄλογο, ὁ ίππος, τό ἄτν2. шахм. τό ἄλογο· ◊ не в \конья корм разг ἀδικος ὁ κόπος· дареному \коньκ> в зу́бы не смотрят посл. κάποιου χάριζαν ἕνα γάιδαρο, κἰαὐτός τόν κύτταζε στά δόντια. -
9 незаслуженный
незаслу́женн||ыйприл παρ· ἀξίαν, ἀδικος:\незаслуженныйое наказание ἀδικη τιμωρία· \незаслуженныйая похвала ὁ παρ' ἀξίαν Επαινος. -
10 неправый
неправ||ыйприл ἄδικος, ἐσφαλμένος; вы \неправыйы ἐχετε ἄδικο. -
11 несправедливостьый
несправедливость||ыйприл ἀδικος:быть \несправедливостьыйым к кому́-л. ἀδικῶ κάποιον. -
12 тшетный
тшетн||ыйприл μάταιος, ἀνωφελής, ἄδικος; \тшетныйые усилия οἱ μάταιες προσπάθειες· \тшетныйые надежды οἱ μάταιες ἐλπίδες. -
13 незаслуженный
[νιζασλουζυννυϊ] εκ. παρ’αξίαν, άδικος -
14 несправедливый
[νισπραβιντλίβυϊ] εκ. άδικος -
15 незаслуженный
[νιζασλουζυννυϊ] επ παρ’αξίαν, άδικος -
16 несправедливый
[νισπραβιντλίβυϊ] επ άδικος -
17 бесполезный
επ., βρ: -зен, -зна, -зноανώφελος, μάταιος, άδικος, χαμένος•-ая трата сил ανώφελη απώλεια δυνάμεων.
-
18 вилы
вил πλθ.,βλ. вилка (2 σημ.)εκφρ.-ами на (ή по)воде писано – μια τρύπα στο νερό (άδικος κόπος). -
19 излишний
-яя, -ее, βρ: -шен, -шня, -шне.1. περίσσιος, περιττός, παραπανίσσιος, υπερβολικός•-ее любопытство υπερβολική περιέργεια•
-ие подробности περιττές λεπτομέρειες•
-яя роскошь περίσσια πολυτέλεια•
его при-суствие -е η παρουσία του είναι περιττή.
2. άδικος, χαμένος, άχρηστος. -
20 кривой
επ., βρ: крив, крива, криво.1. κυρτός, καμπύλος, λυγισμένος, γυριστός•-я сабля κυρτό σπαθί. || στραβός, στρεβλός•человек с -ыми ногами άνθρωπος στραβοπόδαρος.
|| λοξός, πλάγιος•-я линия λοξή γραμμή.
2. ουσ. θ. -ая λοζή γραμμή.3. βλ. кривоглазый.4. παλ. άδικος, ψεύτικος, μη σωστός.εκφρ.- ая улыбка – ψευτοχαμόγελο –ое зеркало καθρέφτης που παραμορφώνει•улыбаться (усмехаться) -о – πικροχαμογελώ• χαμογελώ ειρωνικά•- я вывезет (вынесет) – μπορεί να το πάει ο διάβολος και γίνει•куда -я не (ни) вывезет (вынесет) – όπου το βγάλει η άκρη, ας γίνει ό,τι θέλει•на -ой не объедешь его – δεν τον ξεγελάς με τίποτε.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἄδικος — wrongdoing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδικος — η, ο (Α ἄδικος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που παραβαίνει το δίκαιο, που διαπράττει αδικίες 2. (για πράγματα) αυτός που συντελείται παρά το δίκαιο 3. το ουδ. ως ουσ. το άδικο(ν) αδικία, αδίκημα 4. επίρρ. άδικα και (νεοελλ. αρχ.) αδίκως χωρίς… … Dictionary of Greek
άδικος — η, ο επίρρ. α και αδίκως 1. αυτός που δεν είναι δίκαιος: Ήταν σκληρός και άδικος άνθρωπος. 2. ασεβής, αμαρτωλός: Ο Θεός στέλνει τα καλά του σε δίκαιους και άδικους. 3. μάταιος, ανωφελής: Θέλησε να τον συμβουλέψει, αλλά άδικος κόπος. 4. το ουδ. ως … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδικώτερον — ἄδικος wrongdoing masc acc comp sg ἄδικος wrongdoing neut nom/voc/acc comp sg ἄδικος wrongdoing adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικωτάτω — ἄδικος wrongdoing masc/neut nom/voc/acc superl dual ἄδικος wrongdoing masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικωτάτων — ἄδικος wrongdoing fem gen superl pl ἄδικος wrongdoing masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικωτέρων — ἄδικος wrongdoing fem gen comp pl ἄδικος wrongdoing masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικώτατα — ἄδικος wrongdoing adverbial superl ἄδικος wrongdoing neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικώτατον — ἄδικος wrongdoing masc acc superl sg ἄδικος wrongdoing neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδίκω — ἄδικος wrongdoing masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄδικος wrongdoing masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδίκως — ἄδικος wrongdoing adverbial ἄδικος wrongdoing masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)