-
1 неженатый
неженатый м о ανύπαντρος·о άγαμος, ο μπεκιάρης (холостяк)* * *мο ανύπαντρος; ο άγαμος, ο μπεκιάρης ( холостяк) -
2 зяблик
зоол. φρύγιλος/σπίζα η άγαμοςразг. о σπίνοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > зяблик
-
3 безбрачие
безбрач||иес ὁ ἀγαμος βίος, ἡ ἀγαμία. -
4 безбрачный
безбрач||ныйприл ἀγαμος, ἀνύπανδρος. -
5 неженатый
неженатыйприл ἀνύπανδρος, ἀγαμος, μπεκιάρης. -
6 холостой
холост||ойприл1. ἀνύπαντρος, μπε-κιάρικος, ἐργένικος, ἄγαμος:\холостойая жизнь ἡ ἐργένικη ζωή·2. воен. ἄσφαιρος, εἰκο-νικός:\холостой выстрел ὁ ἄσφαιρος πυροβολισμός, ἡ ἀσφαιρος βολή· \холостой патрон τό ἄσχραιρο φυσίγγιο·3. тех. ἀδειος, κενός, στά ἀδεια/ ξεφόρτωτος (без груза):\холостой ἡ κίνηση στά ἄδεια. -
7 безбрачный
[μπιζμπράτσνυΐ] εκ. άγαμος -
8 неженатый
[νιζυνάτυϊ] εκ. ανύπανδρος, άγαμος -
9 безбрачный
[μπιζμπράτσνυϊ] επ άγαμος -
10 неженатый
[νιζυνάτυϊ] επ ανύπανδρος, άγαμος -
11 безбрачие
-я ουδ.αγαμία, βίος άγαμος. -
12 безбрачный
επ.άγαμος, μπεκιάρικος, εργένικος. -
13 добрачный
επ.άγαμος, ανύπαντρος, εργένικος, μπεκιάρικος•-ая жизнь εργένικη ζωή.
-
14 неженатый
επ.άγαμος, ανύπαντρος, εργένης, μπεκιάρης. || εργένικος, μπεκιάρικος•-ая жизнь εργένικη ζωή.
-
15 одиночка
-и1. α. κ. θ. απομονωμένος, -η, ξεμονιαχιασμένος•нападать на -у επιτίθεμαι σε ξεμονιαχιασμένο.
2. επίρ. -ой βλ. одиноко.3. α. κ. θ. εργένης, μπεκιάρης, άγαμος, ανύπαντρος.4. κελί φυλακής, απομονωτήριο.5. ζεύξη με ένα άλογο (μόνιππη).6. βάρκα μονόκωπη.εκφρ.в -у – επίρ. βλ. одиноко•действовать в -у – δρω μεμονωμένα. -
16 холостой
επ., βρ: холост-а.1. άγαμος, ανύπαντρος, εργένης, μπεκιάρης•холостой мужчина ο μπεκιάρης•
-ая жизнь εργέν ικη ζωή.
|| μόνος, μοναχός, αζευγάρωτος•холостой волк μονόλυκος•
-ая утка αζευγάρωτη πάπια.
2. βλ. холощный. || στείρος, στέρφος•-ая кобыла στείρα φοράδα.
|| (για φυτά)• άκαρπος.3. κενός•холостой ход λε ι-τουργεία στο κενό, χωρίς φόρτιση.
4. (στρατ.)-άσφαιρος• εικονικός•-ые патроны εικονικά φυσίγγια•
-ые снаряды εικονικά βλήματα.
5. παλ. • άδειος, κενός, ακατοίκητος•-ые постройки ακατοίκητα οικήματα.
См. также в других словарях:
ἄγαμος — unmarried masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγαμος — η, ο (Α ἄγαμος, ον) [γάμος] ανύπαντρος αρχ. 1. (κυρίως για άντρες) αυτός που δεν έχει γυναίκα, ανύπαντρος ή χήρος (για την ανύπαντρη γυναίκα λέγεται το «ἄνανδρος») 2. φρ. «γάμος ἄγαμος», ολέθριος, μοιραίος γάμος … Dictionary of Greek
άγαμος — η, ο ανύπαντρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄγαμον — ἄγαμος unmarried masc/fem acc sg ἄγαμος unmarried neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγάμοιο — ἄγαμος unmarried masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγάμοις — ἄγαμος unmarried masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγάμοισι — ἄγαμος unmarried masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγάμου — ἄγαμος unmarried masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγάμους — ἄγαμος unmarried masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγάμων — ἄγαμος unmarried masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγάμῳ — ἄγαμος unmarried masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)