Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

άγαλμα

  • 21 отлить

    отолью, отольшь, παρλθ. χρ. отлил, отлила отлило, προστκ. отли,ав. μτχ. παρλθ. χρ. отлитый, βρ: отлит, отлита, отлито
    ρ.σ.μ. (με γεν. κ. αιτ.).
    1. εκχύνω, ξεχύνω• αδειάζω ρίχνω.
    2. αντλώ, βγάζω•

    отлить воду из котлована βγάζω νερό από το λάκκο.

    3. (για νερό, κύμα κ.τ.τ.) γυρίζω, κυλώ πίσω επιστρέφω.
    4. συνεφέρω χύνοντας νερό.
    5. (απλ.) βρέχω, καταβρέχω μουσκεύω.
    6. (τεχ.) χύνω, εκτυπώνω•

    отлить колокол χύνω καμπάνα•

    отлить статую χύνω άγαλμα•

    отлить детали χύνω εξαρτήματα.

    (για μέταλλα) χύνομαι, εκτυπώνομαι. || μτφ. διαμορφώνομαι, παίρνω τη μορφή.
    εκφρ.
    отольются волку овечьи ή кошке мышкины слёзки; отольются чьи слёзы (слёзки) кому – εκδικούμαι, βγάζω το άχτι μου θα -κλάψει και η δική σου μάνα• έσεται ήμαρ, θά ρθειη μέρα.

    Большой русско-греческий словарь > отлить

  • 22 памятник

    α.
    1. μνημείο• ανδριάντας• άγαλμα•

    памятник Колокотронису в Афинах ο ανδριάντας του Κολοκοτρώνη στην Αθήνα•

    памятник павшим μνημείο των πεσόντων.

    2. τύμβος• επιτύμβιος λίθος, επιτάφια πλάκα ταφόπετρα το επιτύμβιο (επίγραμμα).
    3. έργο παρελθόντος•

    археологический памятник αρχαιολογικό μνημείο•

    литературный памятник λογοτεχνικό μνημείο•

    памятник народного творчества μνημειώδες έργο λαϊκής δημιουργίας.

    Большой русско-греческий словарь > памятник

  • 23 перелить

    -лью, -льшь, παρλθ. χρ. перелил
    -ла, -ло, προστκ. перелей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перелитый, βρ: -лит, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. μεταγγίζω, μετακενώνω τραβατσάρω, χύνω, αδειάζω. || μτφ. εμβάλλω, μεταδίνω (για σκέψεις, αισθήματα, ενέργεια κ.τ.τ.).
    2. χύνω παραπάνω από το κανονικό•

    я -ил три капли лекарства έρριξα πάνω από τρεις σταγόνες φάρμακο.

    3. ξαναχύνω•

    перелить статую ξαναχύνω το άγαλμα.

    || χύνω τήκω, λιώνω.
    4. ξεχειλίζω, υπερχειλίζω.
    1. μεταγγίζομαι.
    2. ξεχειλίζω, υπερχειλίζω. || πλημμυρίζω.

    Большой русско-греческий словарь > перелить

См. также в других словарях:

  • ἄγαλμα — glory neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγαλμα — Η λέξη ά. (από το αγάλλομαι) σήμαινε στην αρχή καθετί με το οποίο κάποιος αγάλλεται (πολύτιμα αντικείμενα κλπ.). Επικράτησε όμως με τον καιρό να σημαίνει το είδωλο άντρα ή γυναίκας, φτιαγμένο από ξύλο, πηλό, μάρμαρο, χαλκό κλπ. Στην αρχή ήταν… …   Dictionary of Greek

  • άγαλμα — το, ατος γλυπτό ομοίωμα Θεού, ανθρώπου ή ζώου: Ένα από τα ωραιότερα αγάλματα είναι ο Ερμής του Πραξιτέλη στην Ολυμπία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τἄγαλμ' — ἄγαλμα , ἄγαλμα glory neut nom/voc/acc sg ἄ̱γαλμαι , ἀγάλλω glorify perf ind mp 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἄγαλμα — ἄγαλμα , ἄγαλμα glory neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τὤγαλμα — ἄγαλμα , ἄγαλμα glory neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄγαλμ' — ἄγαλμα , ἄγαλμα glory neut nom/voc/acc sg ἄ̱γαλμαι , ἀγάλλω glorify perf ind mp 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαλμάτων — ἄγαλμα glory neut gen pl ἀ̱γαλμάτων , ἀγαλματόω make into an image imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱γαλμάτων , ἀγαλματόω make into an image imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀγαλματόω make into an image imperf ind act 3rd pl (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγάλμασι — ἄγαλμα glory neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγάλμασιν — ἄγαλμα glory neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγάλματα — ἄγαλμα glory neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»