-
1 χαλκη
-
2 Χαλκη
ἡ Халка ( остров близ Родоса) Thuc. -
3 αγλωσσος
атт. ἄγλωττος 21) не имеющий языка(κροκόδειλος Arst.; χαλκῆ Λέαινα Plut.)
2) бессловесный, немой(ἦτορ Pind.; στόμα Anth.)
3) не говорящий (по-гречески), иноземец Soph. -
4 δελτος
ἥ1) писчая (записная) доска (имевшая в далекой древности дельтовидную, т.е. треугольную форму)(χαλκῆ Soph., Plut.; δέλτου πτυχαί Eur.; γράφειν τὰ λεγόμενα ἐς τέν δέλτον Her.)
ἐγγράφειν τι μνήμοσιν δέλτοις φρενῶν Aesch. — записать на памятливых дощечках ума, т.е. крепко запомнить что-л.2) письмо, послание Plat.3) завещание Luc.4) записки, сочинение, тж. стихи Anth. -
5 εφιππος
-
6 οξις
- ίδος ἥ1) уксусник(ὀ. χαλκῆ Arph.)
2) оксида ( разновидность краба) Arph.3) Arph. = ὀξύβαφον См. οξυβαφον -
7 σφυρηλατος
-
8 τραπεζα
(ρᾰ) ἥ1) стол Hom., Arph., Xen. etc.τράπεζαν ἐπιπλέην ἀγαθῶν πάντων παραθεῖναί τινι Her. — поставить перед кем-л. стол, сплошь уставленный всевозможными изысканными яствами
2) перен. стол, питаниеτραπέζῃ καὴ κοίτῃ δέκεσθαί τινα Her. — давать кому-л. питание и помещение (досл. принимать кого-л. столом и ложем);
τ. βορᾶς Soph. — питание, еда;ζῆν εἰς ἀλλοτρίαν τράπεζαν ἀποβλέπων Xen. — жить подачками с чужого стола;τράπεζαν Περσικέν παρατίθεσθαι Thuc. — держать у себя персидский стол3) кушанье, блюдо Eur., Xen.τραπέζῃ τινὴ δαινύναι τινα Her. — угощать кого-л. каким-либо блюдом;
αἱ δεύτεραι τράπεζαι Plut. — второе блюдо4) (тж. τ. τοῦ κολλυβιστου NT.) меняльный стол, меняльная лавкаἡ ἐργασία ἥ τῆς τραπέζης Dem. — профессия менялы;
οἱ ἐπὴ ταῖς τραπέζαις Isocr. — менялы5) таблица, скрижаль(τ. χαλκῆ Dem.)
6) могильная плита Plut.7) алтарь(τ. θυηδόχος Anth.)
См. также в других словарях:
Χάλκη — Sp Chálkė Ap Χάλκη/Chalki L s. ir g tė P. Sporadų ss., mst. C Graikijoje … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
χάλκη — Μεγαλοπρεπής οικοδομή η οποία ανεγέρθηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο. Αποτελούσε τα προπύλαια και την επίσημη είσοδο των βασιλικών ανακτόρων της Κωνσταντινούπολης, στη βορειοανατολική πλευρά του περιβόλου των ανακτόρων προς την πλατεία του… … Dictionary of Greek
χαλκή — Μεγαλοπρεπής οικοδομή η οποία ανεγέρθηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο. Αποτελούσε τα προπύλαια και την επίσημη είσοδο των βασιλικών ανακτόρων της Κωνσταντινούπολης, στη βορειοανατολική πλευρά του περιβόλου των ανακτόρων προς την πλατεία του… … Dictionary of Greek
χαλκῆ — χάλκεος of copper neut nom/voc/acc pl (attic epic) χάλκεος of copper fem nom/voc sg (attic epic) χαλκεύς coppersmith neut acc pl (epic) χαλκεύς coppersmith masc nom/voc/acc dual χαλκεύς coppersmith masc acc sg χαλκεύς coppersmith neut nom pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκῇ — χάλκεος of copper fem dat sg (attic epic) χαλκῆι , χαλκεύς coppersmith masc dat sg (epic ionic) χαλκοῦς of copper fem dat sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκῆι — χαλκῇ , χάλκεος of copper fem dat sg (attic epic) χαλκεύς coppersmith masc dat sg (epic ionic) χαλκῇ , χαλκοῦς of copper fem dat sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διάκος, Αλέξανδρος — (Χάλκη 1911 – 1940). Υπολοχαγός του στρατού. Υπήρξε ο πρώτος Έλληνας αξιωματικός που σκοτώθηκε στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, ύστερα από τρεις ανακαταλήψεις ενός οχυρού (1 Νοεμβρίου 1940). Ο ανδριάντας του, έργο του γλύπτη Κ. Βαλσάμη, έχει στηθεί… … Dictionary of Greek
Κρεμαστινός, Δημήτριος — (Χάλκη Δωδεκανήσου 1942 –). Γιατρός, πανεπιστημιακός και πολιτικός. Το 1968 ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, οπότε μετέβη στο πανεπιστήμιο του Χάμερσμιθ στην Αγγλία και πραγματοποίησε μεταπτυχιακό κύκλο… … Dictionary of Greek
Μάνος, Δημήτριος — (Χάλκη Πριγκιποννήσων Κωνσταντινούπολης 1914 –). Εκπαιδευτικός και λογοτέχνης. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή Χάλκης και στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Δίδαξε επί μία εικοσαετία (1935 55) σε ανώτερα σχολεία της Κωνσταντινούπολης… … Dictionary of Greek
Δωδεκάνησα — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.663 τ. χλμ., 190.071 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα τη Ρόδο. Βρίσκονται στο νοτιοανατολικό τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται Ν της Σάμου και της Ικαρίας έως το Λιβυκό πέλαγος και Α των… … Dictionary of Greek
κάλχη — η (Α κάλχη και χάλκη και χάλχη) ο κοχλίας ή ο έλικας τού ιωνικού κιονοκράνου αρχ. 1. ο κοχλίας τής πορφύρας, το κοχλιοειδές μαλάκιο πορφύρα 2. η πορφύρα, η πορφυρή βαφή που βγαίνει από το μαλάκιο πορφύρα 3. το φυτό χρυσάνθεμο το στεφανωματικό που … Dictionary of Greek