-
1 Χολλείδαι
-
2 Χολλεῖδαι
-
3 χολλείδαι
-
4 χολλεῖδαι
См. также в других словарях:
Χολλείδαι — οἱ, Α δήμος τής Αιγηΐδος φυλής τής Αττικής … Dictionary of Greek
Χολλεῖδαι — Χολλείδης a member of the deme Cholleidae masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χολλεῖδαι — χολλείδης a member of the deme Cholleidae masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χολλείδης — και Χολληΐδης και Χολλήδης, ὁ, Α [Χολλεῑδαι] κάτοικος τού δήμου τών Χολλειδών τής Αττικής … Dictionary of Greek