-
1 Χελωνοφαγοι
-
2 χελωνοφάγοι
χελωνοφάγοςeating tortoises: masc /fem nom /voc pl
См. также в других словарях:
χελωνοφάγοι — χελωνοφάγος eating tortoises masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χελωνοφάγος — α, ο / χελωνοφάγος, ον, ΝΑ αυτός που τρώει κρέας χελώνας αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. οἱ Χελωνοφάγοι ονομασία λαών τής ανατολικής Αφρικής που κατοικούσαν στην αιθιοπική ακτή και τρέφονταν, κατά την παράδοση, με χελώνες 2. (κατά τον Ησύχ.) «χελωνοφάγοι … Dictionary of Greek