-
1 Χειρωνιάς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Χειρωνιάς
См. также в других словарях:
χειρώνιος — ον, ΜΑ μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ χειρώνιον το φυτό γεντιανή αρχ. φρ. «χειρώνιος ἄμπελος» το φυτό κοινή βρυωνία (Διοσκ.) … Dictionary of Greek