-
1 Χαλκίδα
[-ίς (-ίδος)] η г. Халкис, Халкида (о-в Эвбея) -
2 Χαλκίδα
Χαλκίςa brazen pot.fem acc sg -
3 χαλκίδα
χαλκίςa brazen pot.fem acc sg -
4 Χαλκίδ'
Χαλκίδα, Χαλκίςa brazen pot.fem acc sgΧαλκίδι, Χαλκίςa brazen pot.fem dat sgΧαλκίδε, Χαλκίςa brazen pot.fem nom /voc /acc dual -
5 χαλκίδ'
χαλκίδα, χαλκίςa brazen pot.fem acc sgχαλκίδι, χαλκίςa brazen pot.fem dat sgχαλκίδε, χαλκίςa brazen pot.fem nom /voc /acc dual -
6 Халкида
-
7 κικλήσκω
κικλήσκω, ion. u. p. = καλέω, rufen, herbei rufen; zum Gastmahl, Il. 2, 404; εἰς ἀγορήν, 9, 11; auch med., 10, 300; anrufen, anflehen, Ἀΐδην 9, 565; τίν' οὖν κικλήσκω τῶνδε δαιμόνων ἔτι Aesch. Suppl. 614; σέ τοι κικλήσκω τὸν αἰένυπνον Soph. O. C. 1578, wie O. R. 209; ϑεούς Eur. Troad. 470; anreden, Il. 23, 221; κικλήσκων προςηύδα με Pind. P. 4, 119. – Uebh. nennen, benennen; χαλκίδα κικλήσκουσι ϑεοί Il. 14, 291; Od. 9, 366; νῆσός τις Συρίη κικλήσκεται 15, 402; ϑεομήστωρ ἐκικλήσκετο Πέρσαις Aesch. Pers. 646, öfter; Eur. El. 118.
-
8 εἰς-περάω
-
9 εισπεραω
-
10 χωριζω
I[χώρα] помещать, ставить(τέν τάξιν ἐπὴ τῷ μέσῳ Xen.)
II[χωρίς I]1) отделять, разделять, разобщать(τι καί τι и τί τινος Plat.)
χωρίσαι τι κατὰ φυλός Xen. — разбить что-л. на категории;αἱ γνῶμαι κεχωρισμέναι Her. — разделившиеся мнения, разногласие;τούτου χωρισθεῖσ΄ ἐγὼ ὄλλυμαι Eur. — без него я погибну;χωρισθῆναι Polyb. — отделиться, уйти;χωρισθεὴς εἰς Χαλκίδα Polyb. — ушедший в Халкиду;χωρίζεσθαι ἐκ τοῦ χάρακος Polyb. — удаляться от вала;κεχωρισμένη ἀπὸ τοῦ ἀνδρός Polyb. — разведенная с мужем;οἱ χωρίζοντες «разделители» (т.е. те грамматики, которые приписывали «Илиаду» и «Одиссею» различным авторам)2) разграничивать, различать(τι καί τι Plat.; τι ἀπό τινος Arst.)
πολὺ κεχωρισμένος τινός Polyb. — сильно отличающийся от чего-л.; -
11 εἰσπεράω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσπεράω
-
12 κύμινδις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κύμινδις
См. также в других словарях:
Χαλκίδα — Πόλη (51.646 κάτ.) της Εύβοιας, πρωτεύουσα του νομού. Είναι χτισμένη στη δυτική ακτή του νησιού και στο πλησιέστερο σημείο της (περίπου 40 μ.) προς την ακτή της Βοιωτίας (όπου άλλωστε έχει απλωθεί η X. και όπου υπάρχει και ο σιδηροδρομικός… … Dictionary of Greek
Χαλκίδα — Sp Chalkidė Ap Χάλκις/Chalkis sen. graikų kalba Ap Χαλκίδα/Chalkida graikiškai L sen. gr. polis, Eubojos nomo c., R Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Χαλκίδα — η όνομα πόλης της Εύβοιας στον Εύριπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Χαλκίδα — Χαλκίς a brazen pot. fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκίδα — χαλκίς a brazen pot. fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Calcis — Χαλκίδα Calcis … Wikipedia Español
Μυταράς, Δημήτριος — (Χαλκίδα 1934 –). Ζωγράφος, καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και ειδικεύτηκε στη σκηνογραφία και στη διακόσμηση εσωτερικών χώρων στο Παρίσι (Ecole Superience des Arts Decoratifs de… … Dictionary of Greek
Φιλάρετος, Γεώργιος — (Χαλκίδα 1848 – Αθήνα 1929). Έλληνας νομικός, πολιτικός και δημοσιογράφος. Απόφοιτος και διδάκτορας (1871) της νομικής σχολής του Πανεπιστημίου της Αθήνας, ασχολήθηκε περισσότερο με τη δημοσιογραφία και την πολιτική παρά με τη δικηγορία που… … Dictionary of Greek
Κοκκίνης, Σπύρος — (Χαλκίδα 1928 –). Βιβλιοθηκονόμος και λογοτέχνης. Σπούδασε νομικά και βιβλιοθηκονομία και σταδιοδρόμησε ως προϊστάμενος των βιβλιοθηκών της Χαλκίδας (1957 64), του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου (1965 67), του Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου (1968… … Dictionary of Greek
Κρίσπης, Ηλίας — (Χαλκίδα 1917 –). Δικηγόρος, διεθνολόγος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Σταδιοδρόμησε αρχικά ως δικηγόρος Αθηνών και στη συνέχεια ως πανεπιστημιακός. Το… … Dictionary of Greek
Μακρής, Ορέστης — (Χαλκίδα 1899 – Αθήνα 1975). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Πρωτοεμφανίστηκε ως τενόρος της ελληνικής οπερέτας από την οποία μεταπήδησε στην επιθεώρηση. Στη δεκαετία του 1950 πρωταγωνίστησε σε δεκάδες ελληνικές κινηματογραφικές… … Dictionary of Greek