Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Χαλκίδα

См. также в других словарях:

  • Χαλκίδα — Πόλη (51.646 κάτ.) της Εύβοιας, πρωτεύουσα του νομού. Είναι χτισμένη στη δυτική ακτή του νησιού και στο πλησιέστερο σημείο της (περίπου 40 μ.) προς την ακτή της Βοιωτίας (όπου άλλωστε έχει απλωθεί η X. και όπου υπάρχει και ο σιδηροδρομικός… …   Dictionary of Greek

  • Χαλκίδα — Sp Chalkidė Ap Χάλκις/Chalkis sen. graikų kalba Ap Χαλκίδα/Chalkida graikiškai L sen. gr. polis, Eubojos nomo c., R Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Χαλκίδα — η όνομα πόλης της Εύβοιας στον Εύριπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Χαλκίδα — Χαλκίς a brazen pot. fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκίδα — χαλκίς a brazen pot. fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Calcis — Χαλκίδα Calcis …   Wikipedia Español

  • Μυταράς, Δημήτριος — (Χαλκίδα 1934 –). Ζωγράφος, καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και ειδικεύτηκε στη σκηνογραφία και στη διακόσμηση εσωτερικών χώρων στο Παρίσι (Ecole Superience des Arts Decoratifs de… …   Dictionary of Greek

  • Φιλάρετος, Γεώργιος — (Χαλκίδα 1848 – Αθήνα 1929). Έλληνας νομικός, πολιτικός και δημοσιογράφος. Απόφοιτος και διδάκτορας (1871) της νομικής σχολής του Πανεπιστημίου της Αθήνας, ασχολήθηκε περισσότερο με τη δημοσιογραφία και την πολιτική παρά με τη δικηγορία που… …   Dictionary of Greek

  • Κοκκίνης, Σπύρος — (Χαλκίδα 1928 –). Βιβλιοθηκονόμος και λογοτέχνης. Σπούδασε νομικά και βιβλιοθηκονομία και σταδιοδρόμησε ως προϊστάμενος των βιβλιοθηκών της Χαλκίδας (1957 64), του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου (1965 67), του Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου (1968… …   Dictionary of Greek

  • Κρίσπης, Ηλίας — (Χαλκίδα 1917 –). Δικηγόρος, διεθνολόγος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Σταδιοδρόμησε αρχικά ως δικηγόρος Αθηνών και στη συνέχεια ως πανεπιστημιακός. Το… …   Dictionary of Greek

  • Μακρής, Ορέστης — (Χαλκίδα 1899 – Αθήνα 1975). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Πρωτοεμφανίστηκε ως τενόρος της ελληνικής οπερέτας από την οποία μεταπήδησε στην επιθεώρηση. Στη δεκαετία του 1950 πρωταγωνίστησε σε δεκάδες ελληνικές κινηματογραφικές… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»